Sunday, 28 May 2017 21:00

GREGG ALLMAN: ‘Έφυγε σε ηλικία 69 ετών

Written by 
    GREGG ALLMAN: ‘Έφυγε σε ηλικία 69 ετών

    Μια ακόμα σημαντική και αναντικατάστατη απώλεια μετρά η μουσική μας καθώς απεβίωσε ο Gregg Allman, τραγουδιστής, συνθέτης, πληκτράς και συνιδρυτής των τεράστιων Allman Brothers Band, ύστερα από χρόνια προβλήματα υγείας.

    Όπως αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση από την ιστοσελίδα του μουσικού: «Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο Gregg Allman, ιδρυτικό μέλος των The Allman Brothers Band, «έφυγε» στο σπίτι του στη Savannah της Georgia.

    «Ο Gregg αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας εδώ και αρκετά χρόνια. Πίστευε πως οι ζωντανές εμφανίσεις είτε ως Allman Brothers είτε με την προσωπική του μπάντα μπροστά στους fans ήταν το ιδανικό φάρμακο για την ψυχή του. Η μουσική τον σήκωνε και τον κρατούσε ενεργό ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.»

    Ένας απ’ τους πρώτους ανθρώπους που απέδωσαν τον δικό τους φόρο τιμής στον μεγάλο Gregg Allman, ήταν ο επιτυχημένος σκηνοθέτης και πρώην μουσικοσυντάκτης Cameron Crowe, υπεύθυνος για την υπέροχη και συγκινητική ταινία “Almost Famous”. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Σε ευχαριστώ για την έμπνευση και όλες εκείνες τις υπέροχες βραδιές στο σανίδι.»

    Ο Gregory LeNoir Allman γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1947 στο Nashville του Tennessee. To 1949, ο πατέρας του, Willis, που ήταν λοχαγός του αμερικανικού στρατού δολοφονήθηκε και η λογίστρια μητέρα του, Geraldine, έστειλε τον ίδιο και τον μεγαλύτερο αδελφό του, Duane στην στρατιωτική ακαδημία Castle Heights εξαιτίας της πολύ άσχημης οικονομικής κατάστασης της οικογένειας που δεν επέτρεπε παρά μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Εκεί τα δύο αδέλφια ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους και ξεκίνησαν να δουλεύουν σε part-time δουλειές ώστε να αγοράσουν φτηνό μουσικό εξοπλισμό. Η αδελφική σχέση μεταξύ των δύο ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, με τον μεγαλύτερο Duane να είναι ο φυσικός προστάτης του Gregg απέναντι στους bullies του σχολείου τους, και έτσι θα παρέμενε ως το τέλος.

    Στα τέλη των 50s, η οικογένεια Allman μετακόμισε στην Daytona Beach της Florida και οι Gregg και Duane ξεκίνησαν να συμμετέχουν στις πρώτες τους μπάντες. Ο Duane ήταν εκείνος που ενθάρρυνε τον μικρό του αδελφό να αναλάβει τα φωνητικά. Στα λυκειακά τους χρόνια ήταν μέλη της cover μπάντας Escorts. Ύστερα από την αποφοίτησή τους από το λύκειο, σχημάτισαν την πρώτη πραγματικά επιτυχημένη μπάντα τους, τους Allman Joys, την ώρα που ο Gregg Allman απέφυγε (όπως πολλοί νέοι στην Αμερική τότε) την θητεία στο Βιετνάμ πυροβολώντας επίτηδες το πόδι του ώστε να κοπεί στις ιατρικές εξετάσεις.

    Το πρώτο τους album ήρθε το 1967 και οι ίδιοι οι Allmans εξέφραζαν διαρκώς την απογοήτευσή τους για την ποιότητα του υλικού, παραδεχόμενοι ότι ο δίσκος ηχογραφήθηκε κυρίως για λόγους βιοπορισμού. Την επόμενη χρονιά ήρθε το “Power of Love” που ήταν ξανά κατώτερο των προσδοκιών της μπάντας με αποτέλεσμα να επέλθει η διάλυση. Λίγο αργότερα, οι Allmans είχαν μετακομίσει στο Macon της Georgia και σχημάτισαν ένα νέο συγκρότημα με τον Dickey Betts στην κιθάρα, τον Berry Oakley στο μπάσο και τους Jaimoe Johanson και Butch Trucks στα τύμπανα σε ένα ιδιαίτερο line-up με δύο lead κιθάρες και δύο drummers.

    Το ομώνυμο ντεμπούτο των The Allman Brothers Band κυκλοφόρησε το 1969 και παρ’ όλο που δεν κατάφερε να έχει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία, αποτέλεσε τομή στον σύγχρονο ήχο, καταργώντας το μέχρι τότε δίπολο του ρυθμικού και του lead κιθαρίστα, δίνοντας χώρο και στους δύο axemen της μπάντας, Duane Allman και Dickey Betts να ξεδιπλώσουν τις ικανότητές τους (κάτι αντίστοιχο με εκείνο που έκαναν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού οι Wishbone Ash). Ο Gregg Allman, από την άλλη, είχε εξελιχθεί σε ικανότατο συνθέτη υπογράφοντας εξ ολοκλήρου όλα τα τραγούδια του δίσκου πλην των δύο διασκευών (στα “Don’t Want You No More” του Spencer Davis και “Trouble No More” του Muddy Waters). Στο ίδιο ηχητικό και εμπορικό πλαίσιο κινήθηκε και το δεύτερο, “Idlewild South”, ξανά με τον Gregg Allman ως βασικό συνθέτη και τις κιθάρες των Duane Allman και Betts στο επίκεντρο του ήχου.

    Η εμπορική αποτυχία των studio δίσκων, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις συναυλίες που μάζευαν διαρκώς πολύ κόσμο. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τον Gregg Allman στο συμπέρασμα πως οι δίσκοι δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν το συναίσθημα των συναυλιών, ως εκ τούτου η ηχογράφηση ενός live album ήταν μονόδρομος. Το αποτέλεσμα ήταν το μνημειώδες “At Fillmore East” (1971), ηχογραφημένο στο ομώνυμο venue της Νέας Υόρκης. Ο δίσκος ήταν το εισιτήριο της μπάντας προς το rock stardom και παρουσίαζε τα ηλεκτρισμένα shows τους με τους εκτενείς αυτοσχεδιασμούς με τον ιδανικό τρόπο. Δυστυχώς, στο πνεύμα της εποχής, η διασημότητα έφερε στην καθημερινότητα της μπάντας και τα ναρκωτικά (κυρίως την κοκαΐνη), με τα οποία ο Gregg Allman θα αντιμετώπιζε προβλήματα μέχρι και τα mid-90s. Το φρικτό τροχαίο δυστύχημα που στέρησε τη ζωή του Duane Allman, ήρθε λίγο μετά από την βράβευση του “At Fillmore East” με χρυσό δίσκο, και ο αδελφός του, καταρρακωμένος ηθικά έφυγε στην Τζαμάικα, έχοντας όμως ήδη δηλώσει στους bandmates του ότι οι Allman Brothers Band θα συνεχίσουν.

    Το “Eat A Peach” (1972) ήταν το πρώτο album δίχως τον Duane Allman, και με τον Dickey Betts ως τον βασικό μουσικό συνοδοιπόρο του Gregg Allman. Από εκεί και ύστερα, η εμπορική επιτυχία των ABB ήταν όλο και μεγαλύτερη, με τα studio albums τους να γίνονται χρυσά ή πλατινένια, και το “Brothers and Sisters” του 1973, έφτασε μέχρι το νο. 1 των αμερικανικών charts. Τα προβλήματα δεν έλειψαν, καθώς ο Berry Oakley σκοτώθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1972, επίσης σε τροχαίο δυστύχημα ενώ τα μέλη της μπάντας άρχισαν να έχουν διαπροσωπικές διαμάχες, με αποτέλεσμα το 1976 να έρθει η πρώτη διάλυση.

    Τότε ήταν που ο Gregg Allman έβαλε μπροστά σε full ρυθμούς την προσωπική του καριέρα που είχε ήδη ξεκινήσει με το album “Laid Back” του 1973 (χρυσό στις ΗΠΑ). Παρ’ όλα αυτά το 1978 οι Allman Brothers Band με τον σταθερό πυρήνα των Allman, Betts, Trucks και Johanson επανενώθηκαν όμως οι προσπάθειές τους για έναν πιο radio friendly ήχο, είχαν παταγώδη αποτυχία και θεωρούνται ακόμα και σήμερα το ναδίρ της μπάντας. Τα προβλήματα με τα ναρκωτικά συνέχισαν να αποτελούν τροχοπέδη και η δεύτερη διάλυση ήρθε το 1982. Ο Gregg Allman συνέχισε την solo καριέρα, με τους εθισμούς του να βρίσκονται στο πιο ακραίο τους στάδιο. Η επιτυχία του δίσκου “I’m No Angel” του 1987 και ιδιαίτερα του ομώνυμου single, ήταν έκπληξη για το τότε κοινό καθώς το Southern rock ήταν για χρόνια σε εμπορική παρακμή και ο ίδιος ο Allman πάλευε με τους δαίμονές του.

    Το δεύτερο reunion των ABB πραγματοποιήθηκε το 1989 για τον εορτασμό των 20 χρόνων από την ίδρυση της μπάντας, ενώ ο πληκτράς Johnny Neel και ο βιρτουόζος κιθαρίστας Warren Haynes που ήρθε στο line up δίπλα στον Betts, έφεραν νέο παλμό δίπλα στους τέσσερις βετεράνους. Τα 90s βρήκαν τη μπάντα ενεργή, με αρκετές αλλαγές μελών πέραν του σταθερού πυρήνα (ένας εξ αυτών ήταν ο αντικαταστάτης του Haynes, Derek Trucks, ένας εκπληκτικός κιθαρίστας και ανιψιός του Butch Trucks). Στα μέσα της 10ετίας, ο Gregg Allman κατόρθωσε μετά από χρόνια να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, παραδεχόμενος δημόσια ότι οι καταχρήσεις μόνο κακό του προξένησαν.

    Εντούτοις, η σχέση του με τον Dickey Betts ήταν ολοένα και χειρότερη καθώς η συμπεριφορά του κιθαρίστα στο σανίδι θύμιζε περισσότερο δικτάτορα παρά μέλος ομάδας. Η αποχώρησή του το 2000 έφερε ξανά ανανέωση στο σχήμα και το τελευταίο studio album των ABB, “Hittin’ the Note” (2003) άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Η μπάντα συνέχισε ως το 2014, παράλληλα με την προσωπική καριέρα του Gregg Allman. Φέτος, δε, αναμενόταν να κυκλοφορήσει ο νέος solo δίσκος του με τίτλο “Southern Blood”, έξι χρόνια μετά από το “Low Country Blues”.

    Ο Gregg Allman, πέραν της ανεκτίμητης συνεισφοράς του στη μουσική που παρακολουθούμε, ήταν γνωστός και για το celebrity status που είχε κυρίως στα 70s και λιγότερο στα 80s. Έκανε έξι γάμους, ένας εξ αυτών με την pop star Cher στο δεύτερο μισό του ’70, ενώ είχε αναρίθμητες εφήμερες ερωτικές σχέσεις. Παράλληλα σε αντίθεση με τους περισσότερους stars της εποχής, που επέλεγαν ως τόπο διαμονής τη Νέα Υόρκη και το Los Angeles, ο ίδιος και η μπάντα του, έμειναν πιστοί στον αμερικανικό Νότο, αρνούμενοι να φύγουν από τη Georgia ακόμα και σε εποχές που αντιμετώπιζαν προσωπικά και οικονομικά προβλήματα.
    Η αγάπη του για τις καταχρήσεις, απέβη τελικά μοιραία για τον Gregg Allman. Το 2007 διαγνώστηκε με ηπατίτιδα τύπου Γ και ένα χρόνο αργότερα οι γιατροί βρήκαν τρεις όγκους στο συκώτι του. Υπεβλήθη σε μεταμόσχευση και λίγο αργότερα σε εγχείρηση στους πνεύμονες για να αντιμετωπιστούν κάποια αναπνευστικά προβλήματα. Σφίγγοντας τα δόντια, και παίρνοντας δύναμη από τη μουσική του, συνέχισε παρά τα ολοένα και σοβαρότερα προβλήματα υγείας που εμφανίζονταν, μεταξύ αυτών η κολπική μαρμαρυγή και η επιστροφή του καρκίνου στο συκώτι. Τελικά ο οργανισμός του δεν άντεξε και χτες το βράδυ άφησε τον κόσμο μας σημαντικά φτωχότερο.

    Από πλευράς μας, ευχόμαστε καλό κουράγιο στην οικογένεια, τους φίλους και τους μουσικούς του συνοδοιπόρους, και τον θυμόμαστε μέσα από τις αθάνατες μουσικάρες του. Αντίο, Gregg.