Σαν σήμερα το 1988 (δηλαδή πριν 27 ακριβώς χρόνια), κυκλοφόρησε το κατά πολλούς τελευταίο πραγματικά τεράστιο Iron Maiden LP, το "Seventh Son of a Seventh Son". Είναι το έβδομο album της βρετανικής υπερμπάντας και το δεύτερό της που χτύπησε κατευθείαν τη πρώτη θέση των charts της πατρίδας τους (το πρώτο ήταν το "The Number of the Beast").

Πολλά άλλαξαν στον συγκεκριμένο δίσκο για τους Iron Maiden, με κυριότερο τον ήχο τους. Εδώ, ο frontman Bruce Dickinson, μετά την συνθετική του αποκοπή στο προηγούμενο LP "Somewhere in Time", έχει έναν ενεργότερο συνθετικό και στιχουργικό ρόλο, ενώ και ο κιθαρίστας Adrian Smith δίνει πληθώρα ιδεών. Όμορφο χαρακτηριστικό είναι και το team work μεταξύ των μελών στον συνθετικό τομέα. Δυστυχώς, αυτό θα είναι και το τελευταίο album για τον Smith μέχρι το "Brave New World" (2000).

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το αφελές concept του δίσκου που είχε βασιστεί στον «Έβδομο Υιό» του Orson Scott Card, αλλά και τα πλήκτρα και τα synth effects που συνέχισαν να εξερευνούν μετά το "Somewhere...", οδήγησαν στην δημιουργία ενός πιο συμπαγούς progressive ήχου που αντί να χαντακώσει την ιδιαίτερη προσωπικότητα της μπάντας, την βοήθησε να ανέβει ακόμη περισσότερα σκαλιά πιο πάνω, ξεπερνώντας για μερικά έτη φωτός ακόμα τον heavy metal μέσο όρο της εποχής.

Αυτή η εξέλιξη, όμως, δεν άρεσε στους πάντες, και ειδικά οι ΗΠΑ που αρέσκονταν τότε σε πιο άμεσες φόρμες (thrash, glam), δυσκολεύτηκαν να χωνέψουν αυτή την πιο απαιτητική εκδοχή των Maiden. Άλλοι πάλι της ευρωπαϊκής αγοράς δεν είδαν με πολύ καλό μάτι κάποιες πιο rocky στιγμές του δίσκου, όπως το single "Can I Play With Madness". Να, όμως, που οι Iron Maiden στα δύο επόμενα τους album ("No Prayer for the Dying", "Fear of the Dark") θα κινηθούν προς αυτή την οδό.

Μιλώντας για singles, το συγκεκριμένο album στιγματίστηκε από τα χαρακτηριστικά singles που έβγαλε, κι αυτά ήταν τα "Can I Play with Madness", "The Evil That Men Do", "The Clairvoyant (live)" και "Infinite Dreams (live)", με όλα τους να φτάνουν ψηλά στα singles charts του Ηνωμένου Βασιλείου. Το δε video- clip για το "Can I Play with Madness" (αρχικός τίτλος "On Wings of Eagles") έμεινε στην ιστορία, καθώς εκεί βλέπουμε μία από τις τελευταίες εμφανίσεις του Graham Chapman (ένας από τους θρυλικούς Monty Python - γνωστότερος του ρόλος αυτός του Brian στο "Life of Brian"), ο οποίος και απεβίωσε έναν χρόνο μετά. Όμως, το δεκάλεπτο έπος "Seventh Son of a Seventh Son" είναι η στιγμή του album μέσα στην οποία ξεδιπλώνεται ο μοναδικός χαρακτήρας των Iron Maiden anno 1988.

Ακολούθησε άλλη μία από τις ιστορικές περιοδείες της Σιδηράς Παρθένου, η πολύμηνη Seventh Tour of a Seventh Tour (σύνολο 98 συναυλίες), τότε δηλαδή που εμφανίστηκαν και για πρώτη φορά στην χώρα μας, τη 13η Σεπτεμβρίου στο στάδιο της Νέας Φιλαδέλφιας. Μάλιστα, για να ζεσταθούν έδωσαν κάποια secret shows με τ' όνομα Charlotte and the Harlots. Όμως, η εμφάνιση του tour που μνημονεύεται από τους περισσότερους fans παγκοσμίως μέχρι σήμερα είναι εκείνη στο Monsters of Rock του Donington (20 Αυγούστου 1988), με τους Kiss, David Lee Roth, Megadeth, Guns n' Roses και Helloween από κάτω, τότε, δηλαδή, που το festival είχε κατακλυστεί από 107.000 fans και 2 εξ αυτών έχασαν τη ζωή τους την ώρα που έπαιζαν οι Guns n' Roses (οι Αμερικανοί κάπως έτσι θα χαρακτηριστούν ως η «πιο επικίνδυνη μπάντα του κόσμου»). Ως σουβενίρ της περιοδείας, οι fans απέκτησαν το 1989 την βιντεοκασσέτα "Maiden England" από το διήμερο show των Iron Maiden στο NEC του Birmingham. Οι Iron Maiden αναβίωσαν την εν λόγω περιοδεία το 2013 και 2014 σε Αμερική και Ευρώπη, επανακυκλοφορώντας το "Maiden England" σε ενισχυμένη DVD έκδοση, αλλά και σε βινύλιο και CD.



Όπως γράψαμε στην αρχή, το συγκεκριμένο album για πολλούς οπαδούς, σε συνδυασμό με την αντικατάσταση του Smith από τον Janick Gers και την ανατολή μίας νέας δεκαετίας, σαφώς πιο δύσκολης για τους Iron Maiden και το κλασσικό heavy metal, σημαίνει και την ολοκλήρωση ενός μεγάλου πρώτου κύκλου στην 36χρονη δισκογραφική ιστορία της μπάντας, καθώς πολλά θ' αλλάξουν για τους Iron Maiden σε πολλούς τομείς μέσα στα χρόνια που θ' ακολουθήσουν. Βέβαια, αυτά έχουν ελάχιστη σημασία κάθε φορά που έρχεται η ώρα της ακρόασης του "Seventh Son of a Seventh Son", το οποίο 27 χρόνια μετά ακούγεται το ίδιο φρέσκο, καινοτόμο, πομπώδες, μεγαλοπρεπές και τρόπον τινά αινιγματικό. Όχι μόνο δεν κατάφεραν οι Iron Maiden να ξαναγράψουν παρόμοιο album από πλευράς feeling, έμπνευσης και ιδεών, αλλά και οποιοδήποτε συγκρότημα επηρεάστηκε από τη παρέα του Steve Harris απέτυχε να κατορθώσει κάτι παρεμφερές. Κι αυτό, φυσικά, προσθέτει στο εκτόπισμα του δίσκου.

"So it shall be written. So it shall be done."



Όσοι Maiden fans ενδιαφέρεστε για τα παρασκήνια πίσω από τη δημιουργία των δίσκων των θεών, στο METAL HAMMER Απριλίου θα βρείτε την ιστορία της δημιουργίας του ντεμπούτου τους, "Iron Maiden" (1980), με νέες συνεντεύξεις από τα τότε μέλη Paul Di' Anno και Dennis Stratton, με αφορμή τα 35ά γενέθλια του δίσκου σε λίγες μέρες.

comments