Ο Eric Carr γεννήθηκε ως Paul Charles Caravello στις 12 Ιουλίου του 1950 στο Brooklyn της Νέας Υόρκης και αποφοίτησε ως φωτογράφος από το φημισμένο λύκειο High School of Art and Design όπου έχουν φοιτήσει πολλοί διάσημοι σύγχρονοι ζωγράφοι και σχεδιαστές comics, αν και ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως ποτέ δεν αποτέλεσε παράδειγμα επιμελούς μαθητή. Η μουσική του καριέρα ξεκίνησε από το λύκειο με μπάντες διασκευών, με πιο σημαντική τους The Cellarmen που ίδρυσε με φίλους του το 1965 και κατάφεραν να κυκλοφορήσουν μερικές ηχογραφήσεις μέσω της τοπικής Jody Records.
Ύστερα από την αποφοίτησή του εντάχθηκε στους, επίσης cover band, Salt & Pepper που ονομάζονταν έτσι λόγω του ίσου αριθμού λευκών και μαύρων μουσικών στις τάξεις τους. Το 1973 μετονομάστηκαν σε Creation και ασχολήθηκαν με την τότε ακμάζουσα disco μουσική. Ένα χρόνο μετά, κατά τη διάρκεια συναυλίας τους σε disco του Port Chester στη Νέα Υόρκη, ξέσπασε πυρκαγιά από την προσπάθεια ενός διαρρήκτη να καλύψει τα ίχνη του σε διπλανό κτίριο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών παρευρισκομένων, καθώς και του τραγουδιστή και του πληκτρά της μπάντας. Ο Carr κατόρθωσε να γλιτώσει, σώζοντας μάλιστα και μια από τις τραγουδίστριες του συγκροτήματος. Το συγκρότημα συνέχισε ως το ’79 απολαμβάνοντας σχετική επιτυχία ως support ονομάτων όπως ο Stevie Wonder και η Nina Simone. Παράλληλα, ο Eric Carr εργαζόταν σε κατάστημα επισκευής ηλεκτρικών συσκευών.
Την εποχή που οι Kiss έψαχναν για drummer ύστερα από την αποχώρηση του Peter Criss, ο Eric Carr σκεφτόταν πολύ σοβαρά να εγκαταλείψει τη μουσική μια και είχε φτάσει σχεδόν 30 ετών και δεν είχε την επιτυχία που ζητούσε. Πείστηκε όμως να κάνει αίτηση για οντισιόν, και έστειλε μια ηχογράφηση του νέου τότε single των Kiss, “Shandi” με τη δική του φωνή αντί για εκείνη του Paul Stanley. Τοποθέτησε, μάλιστα, την κασέτα σε έναν φάκελο έντονου πορτοκαλί χρώματος, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζει από τον σωρό των αιτήσεων. Η απόδοση των Kiss κατά την οντισιόν δεν ενθουσίασε τον Carr καθώς έκαναν αρκετά λάθη, λόγω κούρασης από την πρόσφατη περιοδεία, με εκείνον να υποχρεώνεται να τους διορθώνει. Εντούτοις, ζήτησε να του υπογράψουν το χαρτί με το set που θα έπαιζαν σε περίπτωση που δεν θα προσλάμβαναν τελικά εκείνον. Τελικά κατέληξε στη μπάντα έχοντας εντυπωσιάσει τα υπόλοιπα μέλη, και όντας σχετικά άγνωστος γεγονός σημαντικό για την ανωνυμία των μελών της μπάντας όπως έχει δηλώσει ο Paul Stanley: «Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς να βρούμε κάποιον άγνωστο. Δε θέλαμε έναν μουσικό που μέχρι την περασμένη εβδομάδα έπαιζε στη μπάντα του Rod Stewart ή στους Rainbow.»
Ως stage persona υιοθέτησε το μακιγιάζ “The Fox” και η πρώτη του εμφάνιση με τους Kiss ήταν στις 25 Ιουλίου του 1980 στο Palladium της Νέας Υόρκης. Δισκογραφικά, έκανε το ντεμπούτο του με τους Kiss τον επόμενο χρόνο με το “Music from the Elder” έχοντας εξ αρχής συμμετοχή στη σύνθεση και συγκεκριμένα στα “Under the Rose” και “Escape from the Island” κάτι που συνεχίστηκε και στους επόμενους δίσκους. Το ξεκίνημά του ήταν αρκετά χλιαρό, με τις δουλειές των Kiss ύστερα από το υπερ-επιτυχημένο “Dynasty” να μην σημειώνουν την αναμενόμενη επιτυχία, ενώ αποχώρησε και ο εξαιρετικός Ace Frehley. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία της δεκαετίας η μπάντα κατόρθωσε να ανακάμψει, με ορισμένες ιδιαίτερα αξιόλογες δουλειές όπως το “Creatures of the Night” (1982) και το “Lick it Up” (1983). Το τελευταίο album των Kiss στο οποίο συμμετέχει εξ ολοκλήρου ο Carr είναι το “Hot in the Shade” του 1989, ενώ συνεισφέρει και στο “Revenge” του 1992. Εκτός από τύμπανα έχει παίξει εκτάκτως μπάσο, κιθάρα και πιάνο σε ηχογραφήσεις ενώ έχει αναλάβει τα πρώτα φωνητικά τόσο στο studio (το κλασικό “Beth” για τη συλλογή “Smashes, Thrashes and Hits”, “Little Ceasar”) όσο και στο σανίδι (“Black Diamond”, “Young and Wasted”). Η τελευταία του συναυλία με τους Kiss δόθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1990, ξανά στη Νέα Υόρκη, αυτή τη φορά στο Madison Square Garden. Ως solo καλλιτέχνης, έχουν κυκλοφορήσει μετά θάνατον οι δίσκοι “Rockology” και “Unfinished Business” με demos που ηχογράφησε με τον Bruce Kulick, πρώην κιθαρίστα των Kiss στα 80s. Τέλος, έχει συμμετάσχει στο “Cuts Like a Knife” του Bryan Adams (1983), το “WOW” της Wendy O. Williams (1984) και στα ομώνυμα albums των Lightning (1979) και Frehley’s Comet (1987).
Τον Φεβρουάριο του 1991, ο Eric Carr άρχισε να αισθάνεται αδιαθεσίες, και μετά από σειρά εξετάσεων διαγνώστηκε με καρκίνο στην καρδιά, μια εξαιρετικά σπάνια μορφή. Αμέσως υποβλήθηκε σε συνεχείς εγχειρήσεις ώστε να μειωθεί ο όγκος, και ως εκ τούτου δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο “Revenge”, παρά μόνο για δεύτερες φωνές στο “God Gave Rock ‘n’ Roll to You II”. Εμφανίστηκε επίσης στο video clip του συγκεκριμένου κομματιού, παίζοντας τύμπανα και φορώντας περούκα καθώς είχε χάσει τα μαλλιά του από τις χημειοθεραπείες. Στο δίσκο, οι Simmons και Stanley τον αντικατέστησαν (προσωρινά αρχικά) με τον Eric Singer. Στις 24 Νοεμβρίου του 1991, στα 41 του χρόνια, αν και έδειχνε σημάδια βελτίωσης, απεβίωσε λόγω εγκεφαλικής αιμορραγίας, ως συνέπεια ανευρύσματος. Η κηδεία του ήταν ανοιχτή προς το κοινό και ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Cedar Hill Cemetery της Νέας Υόρκης.
Ως μουσικός, ο Eric Carr ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους fans των Kiss, καθώς πέραν της αδιαμφισβήτητης ικανότητάς του στα τύμπανα, ήταν και ο πιο προσγειωμένος και προσιτός από τα μέλη της μπάντας. Οι αγαπημένοι του drummers ήταν ο John Bonham, ο Ginger Baker, ο Keith Moon, ο Lenny White καθώς και το εφηβικό του είδωλο, ο Ringo Starr. Θεωρείται μάλιστα ένας από τους πιονέρους της χρήσης του reverb στον ήχο του ταμπούρου, που χαρακτήρισε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 και ειδικά το hard rock και το heavy metal. Ας αναπαύεται εν ειρήνη.
Ακούστε εδώ ορισμένες από τις κορυφαίες του στιγμές με τους Kiss.