Wednesday, 04 January 2017 15:24

PHIL LYNOTT: 31 χρόνια από το τελευταίο αντίο

Written by 
    PHIL LYNOTT: 31 χρόνια από το τελευταίο αντίο

    Στις 4 Ιανουαρίου 1986 έφυγε από κοντά μας σε ηλικία μόλις 36 ετών ο Ιρλανδός γίγαντας Phil Lynott.

    Ο Philip Parris Lynott γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στο West Bromwich, 8 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Birmingham από Ιρλανδή μητέρα, την ηρωίδα Philomena Lynott, και πατέρα από την Βρετανική Γουϊάνα, τον Cecil Parris. Η σχέση των γονιών του δεν κράτησε πολύ, και από τα 4 του μετακόμισε στο Λονδίνο ζώντας με την γιαγιά του, Sarah Lynott ενώ η μητέρα του εργαζόταν ως διευθύντρια ξενοδοχείου στο Manchester. Στα σχολικά του χρόνια, τα οποία ήταν σύμφωνα με τον ίδιο ιδιαίτερα ανέμελα, γνώρισε τον εν συνεχεία συνοδοιπόρο ζωής, τον drummer Brian Downey και μαζί ξεκίνησαν να παίζουν στα πρώτα ερασιτεχνικά σχήματα, με τον Lynott να αναλαμβάνει προς το παρόν μόνο τα φωνητικά. Στα 19 του ο Lynott σχημάτισε την πρώτη του σοβαρή μπάντα, τους Skid Row όπου λίγο μετά εντάχθηκε ο 16χρονος, τότε Gary Moore από το Belfast. Οι Skid Row κυκλοφόρησαν το single “New Faces, Old Places” όμως οι δρόμοι τους με τον Lynott χώρισαν καθώς παρατηρούσαν ότι συχνά τραγουδούσε εκτός τόνου όντας ακόμα άπειρος. Τότε ήταν που ξεκίνησε να μαθαίνει μπάσο με δάσκαλο τον μπασίστα των Skid Row, Brendan “Brush” Shiels.

    Το 1969 βρέθηκε και πάλι με τον Brian Downey και σχημάτισαν τους Orphanage, οι οποίοι μετονομάστηκαν σε Thin Lizzy ύστερα από την γνωριμία των δύο με τον κιθαρίστα Eric Bell και τον πληκτρά Eric Wrixon (πρώην μέλη των Them). Το ομώνυμο ντεμπούτο ήρθε το 1971, Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το “Shades of a Blue Orphanage” και οι Thin Lizzy έκαναν την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία με την διασκευή στο παραδοσιακό κέλτικο “Whiskey in the Jar”. Τότε ο Lynott έφτασε στα πρόθυρα της αποχώρησης καθώς σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ενταχθεί σε μια νέα μπάντα που ετοίμαζαν ο Ritchie Blackmore και ο Ian Paice των Deep Purple, με το όνομα Baby Face. Τελικά επέμεινε στην πραγμάτωση του δικού του μουσικού οράματος, και οι Thin Lizzy επέστρεψαν στη δισκογραφία το 1973 με το “Vagabonds of the Western World”. Στη συνέχεια η μπάντα έζησε μια εποχή αστάθειας στο line-up και αβεβαιότητας για το μέλλον τους καθώς πέραν του “Whiskey in the Jar” δεν είχαν την αναγνώριση που άξιζαν. Τα πράγματα όμως έμελλε να αλλάξουν άρδην.

    Από το 1974 ξεκινά η γιγάντωση του μύθου των Thin Lizzy. Οι Scott Gorham (που θα έμενε με τον Philo και τον Downey ως το τέλος) και Brian Robertson αντικατέστησαν τον Eric Bell και αποτέλεσαν ένα απ’ τα πιο εκρηκτικά κιθαριστικά δίδυμα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος της μουσικής, επηρεάζοντας μάλιστα χιλιάδες μουσικών έκτοτε. Το πρώτο δείγμα της τετράδας ήταν το “Nightlife” του 1974, με την εκπληκτική μπαλάντα “Still in Love With You” (που παρακάτω μπορείτε να την ακούσετε σε live εκτέλεση με τον Lynott να την αφιερώνει στη μητέρα του που βρισκόταν στη συναυλία εκείνο το βράδυ), και την επόμενη χρονιά το “Fighting”. Το 1976 κι εν μέσω δημιουργικού οίστρου η μπάντα κάνει το μεγάλο break κυκλοφορώντας τα “Jailbreak” και “Johnny the Fox”. Με μπροστάρηδες αιώνιους ύμνους όπως τα “Jailbreak”, το πασίγνωστο και ανεπανάληπτο “The Boys Are Back In Town”, το “Don’t Believe a Word”, το “Fool’s Gold” και με όπλο τις εκρηκτικές τους ζωντανές εμφανίσεις, κατέκτησαν το rock stardom. Περιόδευσαν με τους Rainbow, αλλά και ως headliners σε Ευρώπη και Αμερική. Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν, και αυτή τη φορά είχαν το όνομα Brian Robertson. Ο κιθαρίστας ήταν ιδιαίτερα δύστροπος ως χαρακτήρας (μόνο ο Lemmy λέγεται πως κατάφερε να τον δαμάσει!) και απουσίαζε τόσο από τις συναυλίες ύστερα από τραυματισμό που είχε σε καβγά, όσο και από τις ηχογραφήσεις. Τελικά τις κιθάρες του “Bad Reputation” ανέλαβε σχεδόν εξ ολοκλήρου ο Scott Gorham, με το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει, και τους Thin Lizzy να κυκλοφορούν έναν ακόμα εξαιρετικό δίσκο. Το 1978 κυκλοφόρησαν και το πρώτο τους live album, το θρυλικό πια, “Live and Dangerous” με επιλογές από τις περιοδείες των προηγούμενων δύο ετών αποτυπώνοντας ιδανικά τον παλμό της μπάντας στο σανίδι για το οποίο και οι τέσσερις ζούσαν και ανέπνεαν. Την ίδια χρονιά ο Phil Lynott συμμετείχε ως ο χαρακτήρας Parson Nathaniel στο concept album του Jeff Wayne, “Jeff Wayne’s Musical Version of the War of the Worlds”. Παράλληλα, τραγούδησε σε πέντε τραγούδια στο προσωπικό album του Gary Moore, “Back on the Streets”, με γνωστότερο όλων το μνημειώδες “Parisienne Walkways”.

    Το δισκογραφικό σερί συνεχίστηκε ακάθεκτο με τον Gary Moore να γίνεται μόνιμο μέλος ως δεύτερος κιθαρίστας (ύστερα από τα καθήκοντα «υπηρεσιακού» που είχε αναλάβει το 1974 και το 1977 όταν η θέση έμενε προσωρινά ορφανή) παίζοντας στο “Black Rose (A Rock Legend)” (1979). Ακολούθησαν τα “Chinatown” (1980) και “Renegade” (1981) με τον Snowy White στη θέση του Gary Moore και τον Darren Wharton να εντάσσεται στα πλήκτρα. Τότε ήταν που ο Phil Lynott αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του ως solo καλλιτέχνης ξεκινώντας με το εκπληκτικό “Solo in Soho” του 1980. Εκεί συγκέντρωσε ένα εξαιρετικό line up που πέρα από τους συνοδοιπόρους του στους Thin Lizzy, συμπεριλάμβανε τον γίγαντα Mark Knopfler των Dire Straits, τον Jimmy Bain των Rainbow, τον star των 80s Huey Lewis και τον Midge Ure. Σε αυτό το album ο Lynott απομακρύνεται από το hard rock των Thin Lizzy και παίρνοντας βαθιά ανάσα βουτά στην μαύρη μουσική είτε λέγεται Motown είτε λέγεται reggae, καθώς και στο ραγδαία αναπτυσσόμενο new wave της εποχής από μπάντες όπως οι Talking Heads. Η συνέχεια ήρθε το 1982 με το “The Philip Lynott Album” το οποίο δεν κατόρθωσε να έχει την καλλιτεχνική επιτυχία του “Solo in Soho”. Το 1983, με το κίνημα του NWOBHM στα καλύτερά του, και τον νέοπα John Sykes στις κιθάρες δίπλα στον Gorham, οι Thin Lizzy κυκλοφόρησαν το κύκνειο άσμα τους, το καταιγιστικό “Thunder and Lightning”. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησαν το δεύτερο ζωντανά ηχογραφημένο album τους με τίτλο “Life”. Δίπλα στους Lynott, Gorham, Downey, Sykes και Wharton, εμφανίστηκαν και οι προηγούμενοι κιθαρίστες της μπάντας, Eric Bell, Brian Robertson, Gary Moore και Snowy White σε ένα all-star τζαμάρισμα ως τελευταίο αποχαιρετισμό.

    Μετά τη διάλυση των Thin Lizzy, ο Phil Lynott συνέχισε την solo καριέρα του. Παρ’ όλα αυτά, η ολοένα και αυξανόμενη εξάρτησή του από τα ναρκωτικά αποτέλεσε τροχοπέδη στην δημιουργικότητά του. Αρχικά τραγούδησε τα φωνητικά στο “Please Don’t Leave Me” solo single του John Sykes. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε το single “We Are the Boys (Who Make All the Noise)” το 1983 παρέα με τους Roy Wood (The Move, Wizzard, Electric Light Orchestra), John Coghlan (Status Quo) και Chas Hodges και δούλεψε ξανά με τον παλιόφιλό του, Gary Moore, τραγουδώντας στα “Military Man”, “Out in the Fields” και την διασκευή στο “Still in Love with You” από το album "Run for Cover". Την ίδια εποχή ηχογράφησε κάποια demos με τον Βρετανό R ‘n’ B μουσικό Junior Giscombe και τον γνωστό παραγωγό Tony Visconti. χωρίς να κυκλοφορήσει κάτι, ενώ προσπάθησε να επανέλθει στα πράγματα με το συγκρότημα Grand Slam. Το υλικό από τα τότε studio sessions, έχει κυκλοφορήσει έκτοτε σε compilation καθώς ούτε εκείνη η μπάντα κατόρθωσε να ηχογραφήσει δίσκο όσο ήταν ενεργή και διαλύθηκε σύντομα. Το τελευταίο του single είχε τίτλο “Nineteen” και κυκλοφόρησε το 1985, λίγο πριν το θάνατό του.

    Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1985, κατέρρευσε στο σπίτι του, και μεταφέρθηκε από την μητέρα του και την σύζυγό του Caroline σε τοπικό νοσοκομείο. Δεδομένης της σοβαρής κατάστασής του, μπήκε στην εντατική του νοσοκομείου Salisbury Infirmary. Εκεί διαγνώστηκε με σηψαιμία, η οποία προκάλεσε πνευμονία και ανακοπή καρδιάς ως παρενέργειες. Έφυγε από κοντά μας στις 4 Ιανουαρίου του 1986 και θάφτηκε στο αγαπημένο του Δουβλίνο, στο κοιμητήριο St Fintan’s.

    Για την κληρονομιά του Καλλιτέχνη και Ανθρώπου Phil Lynott τα λόγια είναι έως και περιττά. Η συνθετική του ιδιοφυΐα επηρέασε και θα επηρεάζει για πάντα ορδές νέων μουσικών ενώ τα τραγούδια του, που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων θα συντροφεύουν όλες τις πτυχές της ζωής μας μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Ο ίδιος δε ως άνθρωπος, παρά την larger than life μουσική περσόνα του, ήταν ιδιαίτερα χαμηλών τόνων και έτρεφε μεγάλη αγάπη για την μητέρα, την σύζυγο και τις κόρες του καθώς αναγνώριζε τη σημασία αυτών των γυναικών για τη ζωή του έχοντας μεγαλώσει χωρίς πατέρα. Επιπρόσθετα, είχε ασχοληθεί με την ποίηση, εκδίδοντας τις συλλογές “Songs for While I’m Away” (με στίχους από τραγούδια των Thin Lizzy) και “Philip” το 1974 και 1977 αντίστοιχα. Τέλος, ήταν φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, οπαδός και μέτοχος της Manchester United καθώς και κολλητός φίλος του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού rock star, George Best.

    Emerald Son, Never Forgotten. R.I.P. Phil Lynott.

    Στο Metal Hammer Ιανουαρίου που κυκλοφορεί και εγκαινιάζει το 2017, φιλοξενούμε το Πνεύμα του Phil Lynott. Πέρα από εμάς όμως, πολλοί είναι εκείνοι που λατρεύουν τον Philo και κάποιοι αποφασίζουν να κάνουν το βήμα παραπέρα. Ένας εξ αυτών είναι ο Γρηγόρης Βλάχος, ο ικανότατος drummer των Marauder και πιστός αναγνώστης του εντύπου. Ο Γρηγόρης Βλάχος, έχοντας στα χέρια το περσινό τεύχος του Ιανουαρίου, έκανε αυτό το βήμα παραπέρα, ταξιδεύοντας ως το Δουβλίνο όπου κατοικεί η μητέρα του Phil, η Philomena Lynott, με σκοπό να καταθέσει τα σέβη του και να της το παραδώσει. Στις σελίδες του τρέχοντος τεύχους μπορείτε να διαβάσετε την συγκλονιστική αφήγηση της συνάντησής του με την ηρωίδα μάνα και την εξιστόρηση της ευρύτερης εμπειρίας που προσφέρει πολλά άγνωστα στοιχεία που αφορούν τον εμβληματικό Ιρλανδό. Αυτή η εξιστόρηση είναι αναμφίβολα ένα απ’ τα συγκλονιστικότερα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί στην διαδρομή του Metal Hammer.

    Thank you Fair Lady.