Wednesday, 19 August 2015 18:30

IRON MAIDEN: Το παρασκήνιο της συνέντευξης που θα υπάρχει στο τεύχος Σεπτεμβρίου του Metal Hammer

Written by 

    28 και 29 Ιουλίου o ξενιτεμένος συντάκτης του Metal Hammer εις το Νησί (τι θα πει πιο είναι το Νησί όταν διαβάζεις άρθρο που αφορά τους Maiden;!;) Μιχάλης Σ. Κριμπογιάννης, είχε να κάνει κάτι πολύ συγκεκριμένο για το έντυπο. Έπρεπε να ακούσει προσεκτικά τον καινούριο δίσκο των Iron Maiden "The Book of Souls" που θα κυκλοφορήσει στις 4 Σεπτεμβρίου και να κουβεντιάσει γι αυτόν στο Λονδίνο, πρόσωπο με πρόσωπο με τον τεράστιο frontman των Βρετανών, τον Bruce Dickinson… Απλά καθημερινά πράγματα δηλαδή.

    Την μεγάλη συνέντευξη με τον Bruce Dickinson που εξηγεί τα πάντα γύρω από το νέο album των Iron Maiden (λέει κι άλλα η κουβέντα τους, αλλά δεν θα χαλάσουμε εκπλήξεις με spoiler εδώ), θα μπορέσετε να την ξεκοκαλίσετε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού. Εδώ, ως χορταστικό πρόγευμα, μπορείτε να διαβάσετε, τα όσα διαδραματίστηκαν πριν και κατά την διάρκεια αυτής της διήμερης  αποστολής.

    Up the Irons και υπομονή για το τεύχος Σεπτεμβρίου του Metal Hammer.


     

    IRON MAIDEN Behind The Scenes Λονδίνο 28, 29 Ιουλίου 2015


    «Πριν από 10-15 χρόνια θυμάμαι να διαβάζω μία tête-à-tête συνέντευξη του drummer των Rolling Stones, Charlie Watts, σε μία ειδική έκδοση ενός βρετανικού εντύπου. Ο δημοσιογράφος, θέλοντας να υπογραμμίσει το γεγονός ότι ο Watts – αν και μετρονόμος του θεάρα Keith Richards και πασίγνωστος/φτασμένος/πλούσιος μουσικός – δεν είχε καβαλήσει το καλάμι, σχολίασε ότι ο Charlie άλλαξε μόνος του cd στο στερεοφωνικό της σουίτας του, κάτι που για άλλα μέλη των Stones θα απαιτούσε την παρουσία προσωπικών βοηθών, παρατρεχάμενων και μεσαζόντων. Μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου θα γινόταν η συνέντευξη αντικρίζω έναν –αργοπορημένο– Bruce Dickinson να βάζει καφέ και να με ρωτάει, με γυρισμένη την πλάτη, αν θέλω τίποτα. Τσάι; Καφέ; Δανέζικα γλυκά με φρέσκια, αφράτη, ζύμη σφολιάτας; Σουρεάλ έτσι; Τόσο σουρεαλιστικό που προς στιγμή αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ του «πιάσε ένα earl grey με μια σταγόνα λεμόνι παιδί και γρήγορα» και του «θέλεις να πέσω στα γόνατα να στηρίξεις την κούπα σου στην πλάτη μου εφέντη;».

    Γρήγορα συνειδητοποίησα όμως ότι η πρώτη επιλογή δεν ενδείκνυται επειδή έχω ήδη καταναλώσει παραπάνω από τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη καφεΐνης για να αντέξω τα τραίνα, overground και underground σε ώρα πρωινής αιχμής στο κεντρικό Λονδίνο, ενώ η δεύτερη εγκυμονεί κινδύνους – μην χύσω τον καφέ του και σπαστεί ο άνθρωπος αμέσως πριν την κουβέντα μας. Επιβεβαιώνεται πάντως ο κανόνας που θέλει τις πραγματικά μεγάλες προσωπικότητες να μην ασχολούνται με το image τους, όσο οι μεσσαίοι και οι μικροί παίκτες στον τομέα τους. Άλλοι μουσικοί και managers το παίζουν επίτηδες απόμακροι, για να ανεβάσουν τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο της μούρης και του ψώνιου.
     
    24 περίπου ώρες πριν την προγραμματισμένη ώρα της συνέντευξης, ο υπογράφων ήταν ήδη καθ’ οδόν προς τα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας, προκειμένου να ακούσει τον ολοκαίνουργιο δίσκο των Iron Maiden. Έχοντας ήδη υπερκαλύψει – όπως προβλέπεται – τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη καφεΐνης, για να αντέξω την διαδρομή με τραίνο και το underground, καταχωρούσα εναλλακτικές διαδρομές στο ημερολόγιό μου (χωρίς κινητό – με χάρτη και τη «μετρική του ταχυδρόμου» μόνο), σημειώνοντας χρόνους, δρομολόγια και κάνοντας υπολογισμούς για το ραντεβού της επόμενης ημέρας. Αφενός γιατί – όσο και αν έχει σκυλιάσει ο Blacksmith – κανείς δεν θέλει να δει τον Χρονόπουλο στη μπανιέρα, έτοιμο να κόψει τις φλέβες του, επειδή ο μαλάκας ο συντάκτης του Μέταλ Χάμερρες έχασε την ευκαιρία να πάρει συνέντευξη από τον Bruce Dickinson. (Αγαπητέ αναγνώστη: αν διάβασες την πρόταση «έτοιμο να κόψει τις φλέβες του», μετά από το «κανείς δεν θέλει να δει τον Χρονόπουλο στη μπανιέρα», να ξέρεις ότι έχει πέσει λογοκρισία / μονταζιέρα στον ιστότοπο του εντύπου. Το σωστό είναι «κανείς δεν θέλει να δει τον Χρονόπουλο στη μπανιέρα». Σκέτο. Δε μας ενδιαφέρει αν κρατάει ξυραφάκια, αν ακούει Καζαντζίδη ή το “No Quarter” διασκευασμένο από Tool.) Αφετέρου, κανείς, μα κανείς, δε φεύγει ατσαλάκωτος από τον σταθμό Victoria στις οκτώ το πρωί. Ακόμα και ο James Bond θα έχανε τα μανικετόκουμπά του, προσπαθώντας να αποφύγει τα ύπουλα σπρωξίματα του επιβατικού κοινού. Τα περί αγγλικής ευγένειας ισχύουν από τις 09:15 και ύστερα. Μέχρι εκείνη την ώρα μπορείς να θαυμάσεις την δεξιοτεχνία με την οποία δύναται να χρησιμοποιηθεί ένας χαρτοφύλακας για να μπλοκάρει κάποιον που περιμένει από πριν για το συρμό. Μπορεί επίσης να δεις 45άρηδες με εξαψήφιο ετήσιο εισόδημα να τσαμπουκαλεύονται – χωρίς βρισιές – με άτομα που περπατάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση, για το τίποτα. Πως λοιπόν θα πείσεις τον Bruce ότι είσαι “cool” αν φτάσεις καταϊδρωμένος, με μπουρδουκλωμένα φρύδια και στραπατσαρισμένο παντελόνι;
     
    Φτάνοντας μισή ώρα νωρίτερα για το ραντεβού – μόνο τον Τσούνταρο στήνω, στις άλλες υποχρεώσεις μου είμαι συνεπής – δίνω το όνομα μου στη ρεσεψιονίστ. 5 λεπτά αργότερα, έχοντας συλλαβίσει το επίθετό μου 3-4 φορές και έχοντας ήδη αραδιάσει περισσότερα κρύα αστεία από όσα θα έπρεπε («το επίθετό μου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ταυτότητα – όποιος μπορεί να το συλλαβίσει σε 3 δευτερόλεπτα είναι εγώ»), κάθομαι σε μία πολυθρόνα και ανοίγω το Kerrang! Λάθος κίνηση, αφού βλέποντας στην θέση του «κλασικού, 5/5 αστεράκια» δίσκου από το παρελθόν το “White Pony” των Deftones συνειδητοποιώ την ηλικία μου. Γυρίζω σελίδα στα γρήγορα, μόνο και μόνο για να διαβάσω τα σχόλια του Jonathan Davis των Korn για τις συναυλίες που έδωσαν για να γιορτάσουν την 20η επέτειο του ντεμπούτου τους. Φτου, ω θεοί της καράφλας και των άσπρων τριχών. Ηρεμώ διαβάζοντας την συνέντευξη του Randy Blythe των Lamb Of God. Μετά από λίγο έρχονται και με οδηγούν στο δωμάτιο όπου θα γίνει η προακρόαση.
     
    Το δωμάτιο είναι ουσιαστικά μια λιτή, καλά φωτισμένη και λειτουργική αίθουσα συνεδριάσεων, που σε υποδέχεται με το μήνυμα «Κλείσε το κινητό σου. Σου υποσχόμαστε ότι όλα θα πάνε καλά. Θέλουμε τα meetings που θα έχεις να είναι παραγωγικά». Αφήνω το τηλέφωνό μου σε ένα από τα ειδικά συρταράκια που διαθέτει και φορτιστή. Βεβαίως, ο φορτιστής είναι για iPhone 5 και βάλε – γεγονός αναμενόμενο, όσο και εκνευριστικό. Στιγμές αργότερα κάθομαι μπροστά από ένα laptop –όχι Mac, παραδόξως – με μία ακόμα κούπα καφέ ανά χείρας έτοιμος να ακούσω το “The Book Of Souls”.
     

    Με ενημερώνουν ότι δεν θα αναγράφονται τίτλοι και διάρκειες στα κομμάτια και ότι δεν θα μπορώ να βάζω trackmark στα τραγούδια, οπότε το διακριτικό, μοντέρνο ημερολόγιό μου, μεγέθους Α4 με ενισχυμένο δέσιμο και σκληρό κάλυμμα, στο οποίο έχω γράψει όλες τις μέχρι τότε δημοσιευμένες πληροφορίες για τα τραγούδια, κάνει την εμφάνισή του. Η προακρόαση ολοκληρώνεται με επαγγελματισμό και χωρίς απρόοπτα, αφού ο συντάκτης του Μέταλ Χάμερρες κατάφερε να συγκρατηθεί και δεν έβγαζε αφρούς από το στόμα, χτυπώντας το κεφάλι του στο τραπέζι και φωνάζοντας πριν από κάθε τραγούδι. Όταν με ρώτησαν αν μου άρεσε ο δίσκος απάντησα αρχικά αποστασιοποιημένα, με μπλαζέ ύφος Μαέβιους Παχατουρίδη: «Σε γενικές γραμμές ναι, πιστεύω ότι θα αρέσει περισσότερο από τον προηγούμενο και θα είναι πιο εύκολο να προμοταριστεί.» Για να συμπληρώσω, αφού δεν έπεισα ούτε τον εαυτό μου: «Αν με ρωτήσεις σε 5 λεπτά, θα σου πω ότι είναι ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας!» Στους Maiden δεν χωράνε μπλόφες! Λίγο αργότερα είχα ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς το τιμημένο Νότιο Λονδίνο, ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή.
     

    Το επόμενο πρωΐ, έχοντας, όπως ήδη ξέρετε, καταναλώσει παραπάνω από τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη καφεΐνης για να αντέξω τις μετακινήσεις σε ώρα αιχμής, ξαναβρίσκομαι καθ’ οδόν προς τα γραφεία της δισκογραφικής. Καθώς αποφεύγω με χορευτικούς ελιγμούς δεκάδες συγκρούσεις με βιαστικούς συνεπιβάτες διαπιστώνω ότι, σε συνδυασμό με το άγχος της συνέντευξης, ο καφές δε μου προσφέρει ούτε τα απαραίτητα γκάζια ούτε το προσδοκώμενο Ζεν, οπότε έπρεπε να είχα επιλέξει κάτι πιο rock n’ roll (βότκα μάλλον, μιας και είμαι κοντά στο Earls Court και αυτόματα το μυαλό μου πάει στους Led Zeppelin/John Bonham). Τέσπα, από τη στιγμή που η συνέντευξη για τους Iron Maiden θα λάβει χώρα ΔΥΤΙΚΑ του Charing Cross, δεν υπάρχει ελπίδα για αρμονία σε αυτή την ζωή! Τουλάχιστον ας κάναμε τη συνέντευξη πιο κοντά προς την κατοικία του Dickinson στο Chiswick, να μιλούσαμε ταΐζοντας τις αγριόπαπιες στον Τάμεση, φορώντας γαλότσες και κρατώντας μπαστούνια, για να ζήλευαν την «ειλικρινή επαφή με την φύση» και οι χιπστεράδες «ανατολίτες» του Hackney.
     
    Η ρεσεψιονίστ στην είσοδο με θυμάται, αλλά όχι και την ορθογραφία του επιθέτου μου. Περιμένω χαζεύοντας βίντεο με τον Ed Sheeran στη μεγάλη οθόνη που κρέμεται από τον ημιόροφο. Σε λίγο οδηγούμαι στην αίθουσα αναμονής, όπου λίγο μετά καταφθάνει και ο Erik, από το Sweden Rock Magazine, φορώντας μπλουζάκι Riot και έτοιμος να αράξει για 4 ώρες μέχρι να έρθει η δικιά του σειρά. Μισή ώρα αργότερα ο Dickinson άφαντος. «Κοίτα να δεις που δεν γλιτώνουμε τον Χρονόπουλο από τη μπανιέρα» σκέφτηκα από μέσα μου. Ευτυχώς, σε κάποια στιγμή με καλούν στο διπλανό δωμάτιο, όπου με το που μπαίνω βλέπω τον Bruce να βάζει καφέ. Μετά τις αρχικές χαιρετούρες («Bruce, η χειραψία με πηγαίνει πίσω στο 1997...»), προσπαθούμε να αποφασίσουμε πως θα καθίσουμε στο δωμάτιο. Με βάση τη λογική και πρακτικό τρόπο σκέψης. «Χμμ, για να δω, αν υπήρχε ένας ελεύθερος σκοπευτής στο απέναντι κτήριο, πως θα τον δυσκολεύαμε περισσότερο;» αναρωτήθηκα. «Αν υπάρχει ελεύθερος σκοπευτής νομίζω ότι δεν θα δυσκολευτεί να κάνει την δουλειά του με τόσα παράθυρα.» απαντάει Dickinson πριν καθίσει με πλάτη στο παράθυρο.
     

    Κάθομαι στον πιο χαμηλό και άβολο καναπέ από την εποχή που οι μπομπίνες αποτελούσαν την τελευταία λέξη της μουσικής τεχνολογίας και τοποθετώ τόσο το τηλέφωνο όσο και το παλιό μου δημοσιογραφικό ψηφιακό κασετοφωνάκι στο τραπεζάκι, όσο πιο κοντά στον Bruce μπορώ. Με το που ξεκινάει η συνέντευξη ηρεμώ – πάντα με ενδιέφεραν οι απόψεις και οι διατυπώσεις του Dickinson – αφού ο Bruce είναι πολύ καλός συνομιλητής. Δεν ηρεμώ και τόσο ώστε να μην τσεκάρω ότι τόσο το κινητό όσο και το κασετοφωνάκι δουλεύουν όπως πρέπει, αλλά, εντάξει, μετά τον πρώτο έλεγχο ακόμα και εγώ πιστεύω ότι ήταν κάπως υπερβολικό που έτρεχα αλαφιασμένος στις 07:00 στο Lidl (άτσα και contrarian καταναλωτικά ήθη στην Γηραιά Αλβιώνα) να αγοράσω μπαταρίες για την δεύτερη συσκευή. Το κινητό με είχε βγάλει ασπροπρόσωπο σε υπερατλαντικές συνεντεύξεις, στα ενδοευρωπαϊκά θα κώλωνε; Στο 10λεπτο, με το που ξανατσεκάρω, διαπιστώνω ότι ΚΡΑΣΑΡΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ! Έσβησε εντελώς, από μόνο του, με 93% μπαταρία! Ελπίζοντας να έχω κρύψει την πονεμένη μου έκφραση από τον Bruce, προσπαθώ να το ξανανοίξω. Ευτυχώς το κασετοφωνάκι δουλεύει ok. Το κινητό δεν ανοίγει! Οπότε καταλήγω να του δίνω σιωπηλές φάπες τις δύο φορές που ο Dickinson γύρισε να πιει τις τελευταίες γουλιές από την κούπα του. Πρέπει να έχω το χαμόγελο του Eddie Murphy στον Μπάτσο Του Μπέβερλυ Χιλς, όταν γυρνάει και με κοιτάει. «Κοίτα να δεις που θα νομίζει ότι είμαι αγενής, θα σηκωθεί να φύγει και στο μέλλον ο Χάκος, αφού εξασκήσει 2-3 κλοτσιές kick-boxing, θα με στείλει να μάθω στενογραφία για να κρατάω σημειώσεις σε χαρτί!» Κάποια στιγμή καταφέρνω να επανεκκινήσω το κινητό – δεν είναι ότι δεν εμπιστεύομαι τις καινούργιες μπαταρίες, αλλά δεν είναι ανάγκη να καταντήσω πειραματόζωο για τους νόμους του Murphy – και παύω να ακούγομαι σαν σκύλος που πιάστηκε στα πράσα από το αφεντικό του καθώς έκανε αταξίες στην κουζίνα. Τα τελευταία 15 λεπτά της συνέντευξης εξελίσσονται ομαλά. 2 λεπτό πριν το τέλος του χρόνου που μου αναλογεί, η μάνατζερ του Bruce μπαίνει στο δωμάτιο. Ο Bruce την βλέπει, αλλά συνεχίζει να μιλάει παραπάνω, δίχως να αγχώνεται. Στην αναφορά δε της Millwall, μίας εκ των παραδοσιακών εχθρών της West Ham, όλοι οι παρευρισκόμενοι σκάνε στα γέλια. Μετά από εγκάρδιους χαιρετισμούς, βγαίνω έξω από το δωμάτιο. Για να αποφύγω την ψυχολογική πτώση μετά την συνέντευξη, παίρνω τον Erik και πάμε στην διπλανή καφετέρια για να συζητήσουμε τις πρόσφατες οικονομικομουσικοκοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη Σουηδία, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο το Ελληνικό Ζήτημα και ως (αντι)παράδειγμα την κρίση των Εργατικών μετά την ήττα στις πρόσφατες βρετανικές κοινοβουλευτικές εκλογές. Πως είπατε; Πίνω πολλούς καφέδες; Δεν πειράζει. Πήρα συνέντευξη από τον Bruce!Έχω ήδη χεστεί από την χαρά μου!

    Μόνο Dickinson: Μιχάλης Σ. Κριμπογιάννης
    Υ.Γ. Δήμητρα, Demetri, Rob, Mary ευχαριστούμε για όλα».