Saturday, 24 November 2018 19:49

MAGNUM: Συνέντευξη με τον BOB CATLEY λίγο πριν το live στην Αθήνα

Written by 
    MAGNUM: Συνέντευξη με τον BOB CATLEY λίγο πριν το live στην Αθήνα

    Σε λίγες μέρες από τώρα, ένα απωθημένο πολλών σβήνει απ’ τη λίστα. Φάρμακο για την ανυπομονησία δεν υπάρχει, όμως η επικείμενη επίσκεψη των MAGNUM στη χώρα μας, ήταν η ιδανική ασίστ για να μιλήσουμε με τη συναχωμένη μα ορεξάτη φωνάρα που ονομάζεται BOB CATLEY για το φετινό “Lost on the Road to Eternity” που έχουν στις αποσκευές τους, για την αναγέννηση που βιώνουν οι αγαπημένοι Brummies την τελευταία δεκαετία αλλά και για το ένδοξο παρελθόν. Διαβάζουμε τα λόγια του, σκαλίζουμε τη δισκοθήκη μας και ξεκινάμε προθέρμανση. Περισσότερα για τους MAGNUM μπορείτε να διαβάσετε στο METAL HAMMER Νοεμβρίου που κυκλοφορεί και συγκεκριμένα στη στήλη “Sign of the Hammer” όπου παρουσιάζουμε συνοπτικά τη σπουδαία 40χρονη δισκογραφική τους πορεία.

    ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΚΑΛΕΠΑΝΑΓΟ

    Καλησπέρα Bob. Είμαι ο Πάνος από το ελληνικό Metal Hammer. Πώς είσαι σήμερα;

    Γεια σου Πάνο, μια χαρά. Αυτή τη στιγμή αναρρώνω από ένα κρυολόγημα γι’ αυτό μπορεί να ακούγομαι σαν να έχω ένα μανταλάκι στη μύτη μου (γέλια) αλλά είμαι εντάξει και με καλή διάθεση. Δυστυχώς, όμως, ο καιρός εδώ δεν είναι και στα καλύτερά του ειδικά αν έχεις αυτό που είχα εγώ. Τουλάχιστον καλυτερεύω, κάνω πράγματα που αφορούν τους Magnum και σύντομα ξεκινάμε πρόβες για την περιοδεία μας που θα πραγματοποιηθεί το Νοέμβριο.

    Κι εδώ ο καιρός μας τα χαλάει αλλά δεν πειράζει. Ας ξεκινήσουμε αμέσως. Έχει περάσει ένας χρόνος από την κυκλοφορία του “Lost on the Road to Eternity”. Ποια είναι η άποψή σου για το δίσκο σήμερα και ποια ήταν η ανταπόκριση από τους fans;

    Ο δίσκος κυκλοφόρησε και έγινε δεκτός με πολύ καλές κριτικές από τον Τύπο ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Όλοι λάτρεψαν το album, και φυσικά οι fans. Τους άρεσαν τα νέα τραγούδια, τους άρεσε ο ήχος και η δομή του και δέχτηκαν με χαρά το νέο line up. Ο νέος μας drummer, ο Lee Morris έπαιζε στους Paradise Lost και αντικατέστησε τον Harry James ο οποίος έχει πια ανειλημμένες υποχρεώσεις με τους Thunder και θέλαμε ταυτόχρονα να δουλέψουμε κι εμείς περισσότερο άρα δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε μαζί. Ο Lee είναι φοβερός τύπος, τρομερός drummer, ταιριάζει με το συγκρότημα και γουστάρει πολύ που παίζει μαζί μας! Ταυτόχρονα έχουμε και νέο πληκτρά, τον εκπληκτικό Rick Benton που ήρθε στη θέση του Mark Stanway ο οποίος αποχώρησε στις αρχές του 2016 και λόγω της περιοδείας έπρεπε να βρούμε νέο μέλος σύντομα. Έτυχε να γνωρίζουμε τον Rick για αρκετό καιρό, έδεσε μαζί μας αμέσως και πλέον είναι μόνιμος στη μπάντα. Γενικότερα είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ο δίσκος πήγε πολύ καλά, ο Tony έγραψε υπέροχα τραγούδια, η περιοδεία μας στην Ευρώπη ως τώρα ήταν πολύ επιτυχημένη καθώς παίξαμε σε μεγάλους χώρους μπροστά σε πολύ κόσμο και όλα πηγαίνουν ομαλά για τους Magnum.

    Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, μίλησα με τον Tony Clarkin και μου είπε πως το κλειδί για την ποιότητα της μουσικής σας μέσα στα χρόνια είναι η χημεία που έχετε αναπτύξει μεταξύ σας. Γενικώς δείχνετε να διαφέρετε απ’ τη συνήθη τεταμένη σχέση μεταξύ κιθαρίστα/βασικού συνθέτη και τραγουδιστή, ειδικά σε μπάντες της γενιάς σας. Αληθεύει;

    Ναι συχνά και οι δύο θέλουν να είναι το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης και μπαίνουν στη μέση οι εγωισμοί. Το πιάνω αυτό που λες, μοιάζει σαν να είναι αντίπαλοι! Εμείς ποτέ δεν ήμαστε έτσι. Δουλεύουμε τόσο καιρό μαζί, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, που πραγματικά γνωρίζουμε άριστα ο ένας τον άλλο. Ξέρουμε τις ικανότητες και τα γούστα του καθενός και ο βασικός μας στόχος είναι να συνεχίζουν να πηγαίνουν προς τα εμπρός οι Magnum. Ως εκ τούτου, εγώ γουστάρω να τραγουδάω τα τραγούδια που φέρνει ο Tony, εκείνος γράφει με τη φωνή μου ως πρότυπο, ξέρει ποια είναι τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της άρα καταφέρνει να παίρνει το μέγιστο από την απόδοσή μου. Από ‘κει και πέρα δεν έχουμε σοβαρούς τσακωμούς, έχω δώσει στον Tony το ελεύθερο να παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη μπάντα όμως πάντα φροντίζει να με συμβουλεύεται για τα οικονομικά θέματα και έχουμε φτιάξει μια πολύ δυνατή ομάδα τόσο μεταξύ μας όσο και με τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας. Το πιο σημαντικό, δε, απ’ όλα είναι πως ενώ παίρνουμε τη μουσική μας πολύ στα σοβαρά, δεν παίρνουμε στα σοβαρά τους εαυτούς μας! Αυτή ίσως να είναι η ειδοποιός διαφορά μας από άλλες μπάντες.

    Σε αντίθεση με τον τίτλο του δίσκου, δε μοιάζετε «χαμένοι» ως μπάντα. Αντιθέτως παραμένετε 100% στις επάλξεις και φέτος γιορτάζετε τα 46α γενέθλιά σας. Πού βρίσκετε καύσιμα για τον κινητήρα σας?

    (Γέλια) Τι διάολο, όντως δουλεύω με τον Tony εδώ και 46 χρόνια; Πράγματι δεν είμαστε χαμένοι παρ’ όλο που το “Lost on the Road to Eternity” είναι πολύ ωραίος τίτλος! Βασικά ακολουθούμε τον “yellow brick road” όλα αυτά τα χρόνια (σ.σ. τραγουδάει τη μελωδία απ’ το ομώνυμο τραγούδι απ’ το “The Wizard of Oz” με τη Judy Garland) και κάνουμε τις ίδιες μαλακίες! Έχουμε πάντα φοβερό line-up, ανεξάρτητα απ’ τους μουσικούς που παίζουν μαζί μας, τα τραγούδια μας είναι πολύ καλά και υπάρχουν οι κατάλληλοι άνθρωποι γύρω μας που φροντίζουν για τις περιοδείες, τον ήχο μας στο σανίδι αλλά και πιο περιφερειακά πράγματα όπως τα social media της μπάντας. Πιστεύω λοιπόν, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ότι όλα γυρίζουν πίσω στην προσήλωσή μας στην ποιότητα. Είναι μεγάλο θέμα να είσαι στην κορυφή της δημοτικότητάς σου μετά από 20 δίσκους, να παίζεις σε μεγάλα κοινά και να σημειώνεις επιτυχία. Κάτι κάνεις καλά. Δε θα βρεις πολλές μπάντες εκεί έξω, άλλωστε, που όχι μόνο είναι μαζί μετά από 46 χρόνια αλλά συνεχίζουν να προχωρούν προς τα εμπρός, να είναι πεινασμένοι και να στηρίζουν το όραμά τους. Γι’ αυτό και οι fans εκτιμούν ακόμα περισσότερο τη μπάντα και κυριολεκτικά γερνάνε μαζί της. Έχουμε τύπους που μας έβλεπαν ζωντανά στα 70s και έρχονται πλέον ως παππούδες με τα εγγόνια τους (γέλια).

    Οι Magnum κατάγονται απ’ το Birmingham, την πόλη όπου μπάντες σαν τους Black Sabbath και τους Judas Priest μεγάλωσαν και ξεκίνησαν να ασχολούνται με τη μουσική. Αυτή τη στιγμή οι Black Sabbath έχουν κλείσει τη σπουδαία καριέρα τους και οι Judas Priest περνούν ζόρια με τη σκληρή μάχη που δίνει ενάντια στη νόσο του Parkinson ο Glenn Tipton. Όντες στην ίδια ηλικία, περίπου, τι πιστεύεις για το γεγονός ότι αργά ή γρήγορα οι θρύλοι των ‘70s θα πρέπει να αποσυρθούν; Μπορεί να επιβιώσει η μουσική δίχως αυτούς;

    Τι να σου πω, δεν ξέρω… Από τη μία είναι προφανές ότι όλοι αυτοί οι τύποι απ’ τα ‘70s δεν μπορούν να συνεχίσουν να παίζουν για πάντα. Από την άλλη είμαι περήφανος που αποτελώ προϊόν αυτής της γενιάς rock μουσικών. Δεν είναι μυστικό, όμως, ότι γερνάμε και πολλοί έχουν σταδιακά προβλήματα υγείας και οι θάνατοι είναι πλέον τόσοι πολλοί που η πρώτη σκέψη που περνάει απ’ το μυαλό μου όταν κάποιος πεθαίνει είναι «ωχ, ποιος έχει σειρά;». Αν το σκέφτεσαι διαρκώς, ωστόσο, δε βγαίνει άκρη. Καλύτερα να συνεχίσεις την πορεία σου μέχρι να πέσεις κι εσύ ξερός μετά από 4 συνεχόμενες ώρες στο σανίδι (γέλια). Στην πραγματικότητα αυτός είναι ο ιδανικός τρόπος να φύγεις απ’ τη ζωή! Όσο για το αν θα επιβιώσει η μουσική μας, θέλω να πιστεύω ότι στο τέλος της μέρας θα υπάρξουν μπάντες και καλλιτέχνες που θα πάρουν τη θέση μας ειδάλλως δε θα υπάρχουν πια rock θρύλοι. Κάποιο απ’ όλα τα νέα ονόματα θα ξεπεταχτεί και θα αποτελέσει τη βάση για τη νέα γενιά. Φυσικά δε νομίζω ότι θα δεις έναν δεύτερο Lemmy, γνωστό και ως Ian Kilmister (σ.σ. !!!) αλλά κάποιος πρέπει να εμφανιστεί στο προσκήνιο. Για παράδειγμα εγώ γουστάρω πολύ τον Joe Bonamassa ο οποίος πιστεύω πως θα χτίσει αντίστοιχο status, και θεωρώ ότι οι αντικαταστάτες της παλιάς φρουράς είναι ήδη στα πράγματα απλώς δεν έχουν αποκτήσει ακόμα παγκόσμια φήμη και αναγνώριση.

    Στο ιδίωμα που υπηρετείτε, θεωρώ ότι έχετε από τους πιο έξυπνους και ποιητικούς στίχους. Θεωρείς πως το γεγονός ότι είστε μια “thinking man’s” μπάντα, έβαλε φρένο στην εμπορική σας εμβέλεια;

    Εμπορική εμβέλεια, ωραίο! (γέλια) Κοίτα, αν ο Tony έγραφε χαζοβιόλικους στίχους, κατά πάσα πιθανότητα θα γνωρίζαμε μεγαλύτερη επιτυχία απ’ αυτή που κάναμε στο παρελθόν, όμως του αρέσει να γράφει κανονικούς στίχους και να αφηγείται ιστορίες. Ο δικός μου ρόλος, φυσικά, είναι να μεταδώσω το μήνυμά του με τη φωνή μου. Θεωρώ κι εγώ ότι κάνει τρομερή δουλειά διότι δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και αφιερώνει πολύ χρόνο σ’ αυτή τη δουλειά. Πολλοί στίχοι, δε, μπορεί να είναι διφορούμενοι και ανάλογα με τον αναγνώστη οι λέξεις να έχουν πολλές έννοιες όμως έχουμε κι εμείς κάποια τραγούδια με πολύ προφανές μήνυμα όπως το “Rocking Chair”, το “Start Talking Love”, ή το “Just Like an Arrow”, δείγμα ότι ο Tony είναι φοβερός στο να γράψει ένα τραγούδι που έχει όλα τα φόντα για το Top 20 στα charts. Είναι ακόμα καλύτερος, όμως, όταν κάνει ακριβώς το αντίθετο όπως για παράδειγμα στο “How Far Jerusalem” ή το “Les Morts Dansants” όπου πρέπει να ακούσεις προσεκτικά το τραγούδι και να βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί ώστε να καταλάβεις πλήρως τους στίχους. Εκεί, θεωρώ, ότι βρίσκεται και το κλειδί της επιτυχίας των Magnum. Δεν ασχολούμαστε μόνο με τη μιζέρια και τη μουντάδα αλλά ούτε αποκλειστικά με το φως, τη ζάχαρη και τα πούπουλα. Έχουμε ένα γεμάτο καλάθι με τραγούδια, τα οποία κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχουμε κρατήσει και τόσα χρόνια, αν το καλοσκεφτείς. Υπάρχει ποικιλία στη μουσική μας και ακόμα και στις πιο απλές μας στιγμές με τα «χιτάκια» μας, κάτι έχουμε να πούμε στον ακροατή κι εκείνος με τη σειρά του μπορεί να ταυτιστεί και να πει «ωπ, εδώ μιλάνε για ‘μένα». Έχουμε δηλαδή μια προσωπική σχέση με το κοινό και δεν έχει σημασία τι τύπο τραγουδιού γράφουμε εφόσον καταφέρνουμε να εμπλέκουμε στη μουσική τους ανθρώπους που αγοράζουν τους δίσκους μας. Αυτό, εξάλλου, είναι και το νόημα της ύπαρξης ενός δίσκου. Τον βάζεις στο στερεοφωνικό, φοράς τα ακουστικά σου και άξαφνα είμαστε όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο και γινόμαστε ένα. Έτσι, όταν έρχεται η ώρα να ανέβεις στο σανίδι βλέπεις στα μάτια του κοινού την προσμονή, και αυτή η μαγική εμπειρία έχει αποκτήσει πλέον προσωπικό χαρακτήρα για ‘μένα. Να τονίσω, εν τω μεταξύ, ότι αυτό το πετυχαίνουν και πολλές άλλες μπάντες, μιλάω γενικά όχι αποκλειστικά για τους Magnum (σ.σ. ταπεινότητα, σπουδαία αρετή).

    Όταν είχα μιλήσει με τον Tony, διέκρινα ένα αίσθημα πικρίας όταν η κουβέντα πήγε στην επιτυχία που σημειώσατε ως μέλη πολυεθνικής δισκογραφικής στα late ‘80s και τα early ‘90s. Είπε πως δεν ήταν και τόσο του τύπου σας να κάνετε κάτι αντίστοιχο με τους Whitesnake ή τους Def Leppard. Παρ’ όλα αυτά, όμως, καταφέρατε ακόμα και τότε να κυκλοφορήσετε ορισμένους εκπληκτικούς δίσκους. Πώς το εξηγείς αυτό;

    Όταν ο Tony έγραφε τραγούδια στα ‘80s, τα ακούγαμε, τα γουστάραμε και μπαίναμε στο studio για να τα ηχογραφήσουμε, όπως είναι το φυσιολογικό. Επειδή όμως εκείνη την εποχή υπήρχε το κύμα των σχημάτων όπως οι Whitesnake και οι Def Leppard που σημείωναν τεράστια επιτυχία, η εταιρία προσπαθούσε να σπρώξει τον Tony προς εκείνη τη μουσική κατεύθυνση που σύμφωνα με τα στελέχη θα έκανε ακόμα πιο δημοφιλείς τους Magnum όμως εκείνος δεν συμμεριζόταν την άποψή τους και δεν έβλεπε το νόημα. Εκείνες οι μπάντες γράφουν τη μουσική τους, αφήστε μας να γράψουμε τη δική μας, σωστά; (γέλια) Ως εκ τούτου, υπήρχαν αρκετές κόντρες μεταξύ της μπάντας και της εταιρίας και του management. Ήταν η νόρμα εκείνη την εποχή, γιατί το μόνο που σκέφτονταν ήταν πως έχει έρθει η ώρα για τους Magnum να γίνουν τόσο επιτυχημένοι όσο οι μπάντες που αναφέραμε. Πήγαμε στην Ολλανδία, λοιπόν, το 1987 για να ηχογραφήσουμε το “Wings of Heaven” και ενώ ο δίσκος έχει τραγούδια που ταιριάζουν 100% στους Magnum, έχεις και στιγμές που φαντάζουν σαν να τις έγραψε κάποιος άλλος και πρέπει να σου πω ότι ο Tony δεν ήταν πολύ ικανοποιημένος με το δίσκο γιατί τον θεωρούσε ημιτελή. Στο “Goodnight L.A.” που ακολούθησε, αν παρατηρήσεις τα credits θα δεις ότι έχουμε πολλούς εξωτερικούς συνθέτες. Η εταιρία πίεσε τον Tony να γράψει τραγούδια με Αμερικάνους τη στιγμή που πραγματικά αναρωτιόμασταν ποιο είναι το πρόβλημα με τις δικές του συνθέσεις. Παραμένει καλός δίσκος όμως δέχτηκε αρνητικές κριτικές εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και δη στη χώρα μας όπου θεώρησαν ότι κοπιάρουμε τους Def Leppard και ότι ξεπουληθήκαμε για να κατακτήσουμε την Αμερική. Για να φανταστείς το έλεγαν “The American Album” (γέλια). Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι όλα ήταν ζήτημα συμβιβασμού σ’ αυτή τη φάση και κατά την άποψή μας, κάποια τραγούδια προέκυψαν καλά και κάποια όχι. Κάποιες φορές πρέπει να κάνεις τουμπεκί και να ακολουθήσεις τη μάζα και τη θέληση της εταιρίας διότι μην ξεχνάς ότι τα στελέχη είναι πολύ ικανά, σε υποστηρίζουν υλικά και οικονομικά, φροντίζουν να σε βγάλουν σε περιοδεία κλπ. Πλέον όμως δε δεχόμαστε παρεμβάσεις. Ο Tony στη Steamhammer/SPV είναι απόλυτα ελεύθερος καλλιτεχνικά σε όλες τις πτυχές από τη σύνθεση μέχρι το artwork και είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτή την ανεξαρτησία γιατί γλιτώσαμε απ’ το άγχος να μας κράξουν όπως συνέβη παλιότερα. Επιβιώσαμε και πρέπει σ’ αυτό το σημείο να πούμε ότι παρ’ όλες τις διαφωνίες, καταφέραμε να κάνουμε αρκετό θόρυβο και με εκείνους τους δίσκους είναι που μπήκαμε στις αρένες άρα δεν μπορώ να παραπονιέμαι, βγήκε και κάτι καλό απ’ αυτή τη διαδικασία. Εξάλλου, έτσι ήταν τα 80s (γέλια)!

    Έχουν περάσει 41 χρόνια απ’ την πρώτη σας περιοδεία στο πλάι των Judas Priest και 40 απ’ το ντεμπούτο σας. Κυριολεκτικά έχετε δει τα πάντα και η εμπειρία σας είναι τεράστια. Τι αλλαγές βλέπεις στη μουσική μέσα σ’ αυτά τα χρόνια;

    Βασικά όταν ξεκινήσαμε όλοι είχαμε μακριά μαλλιά και στις συναυλίες έρχονταν μόνο μαντραχαλάδες. Δεν είχαμε πολλές γυναίκες στο κοινό. Ίσως να φταίει ότι ήταν κραταιό το progressive rock και η μουσική μας είχε μια έντονη τέτοια χροιά (γέλια). Πλέον βλέπεις και περισσότερες γυναίκες στα lives μας αλλά και πολλούς πιτσιρικάδες. Η μουσική γενικώς είναι πιο εύκολα προσβάσιμη από το ευρύ κοινό παγκοσμίως και βλέπω τον κόσμο να έχει πια περισσότερη ενέργεια, αν και ίσως να φταίει το ότι εμείς γεράσαμε και γίναμε μαλθακοί! Αυτό πιστεύω πρέπει να το κάνουν όλες οι μπάντες, αν θέλουν να επιβιώσουν. Πρέπει να ανοίγονται στον κόσμο και να κάνουν γνωστό το όνομά τους. Από ‘κει και πέρα, η μουσική είναι μουσική και βγαίνει ακόμα καλό υλικό. Ίσως, όμως, κάποια ιδιώματα να μην είναι τόσο δυνατά όσο ήταν στα 70s ή στα 80s. Για παράδειγμα δεν έχεις μπάντες που να παίζουν στα πρότυπα των Free, ενώ σπάνια ακούς μουσικές στα χνάρια των πρώιμων Queen, αν όχι καθόλου. Πολλοί επηρεάστηκαν, φυσικά, απ’ αυτή την εποχή και οι δίσκοι δεν χάνονται, μπορείς ανά πάσα στιγμή να τους ακούσεις αλλά δεν βλέπεις τον αντίκτυπο στο mainstream ραδιόφωνο και πλέον στο διαδίκτυο. Τι να πω, μπορεί απλώς ο κόσμος να προχώρησε και εκείνη η γενιά να παραμεγάλωσε. Βλέπω, όμως, σταδιακά να αναζωογονείται η μουσική μας, και μαζί της αναζωογονούνται και οι βετεράνοι, όπως ακριβώς συνέβη και με τους Magnum. Γι’ αυτό γουστάρουμε το rock ‘n’ roll, άλλωστε. Πού αλλού μπορείς να δεις έναν 70χρονο και έναν 15χρονο στον ίδιο χώρο να χτυπιούνται με την ίδια μουσική και να περνάνε καλά; Το rock ‘n’ roll γεφυρώνει το χάσμα γενεών, πράγμα που γίνεται όλο και πιο προφανές στις μέρες μας σε αντίθεση με τα 70s που ήμαστε όλοι συνομήλικοι.

    Πάμε στην τελευταία μου ερώτηση. Τι να περιμένουμε απ’ τους Magnum στην πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα;

    Α δεν ξέρω, μπορεί οι προσδοκίες σας να είναι πολύ ψηλές! Μπορεί όντως να μην έχουμε ξαναπαίξει στην Ελλάδα, θέλουμε όμως να δώσουμε ένα live που θα δημιουργήσει στον κόσμο και τους διοργανωτές την επιθυμία να μας ξαναδούν σύντομα. Θα έρθουμε ζεστοί καθώς θα ‘χουμε ήδη δώσει κάποιες συναυλίες πριν απ’ αυτή της Αθήνας και σκοπεύουμε να τα δώσουμε όλα στο σανίδι, παρά την ηλικία μας (γέλια). Ελπίζουμε εκείνη η βραδιά να μείνει στη μνήμη σας. Φέρτε τους φίλους σας, πείτε τους ότι οι Magnum είναι στην πόλη και παίζουν στο… πού παίζουμε αλήθεια. (μικρή παύση) Ναι, παίζουμε στο Gagarin 205! Θα ακούσετε τραγούδια από το “Lost on the Road to Eternity” και από άλλους πρόσφατους δίσκους μας, και το άλλο μισό του show θα είναι βουτιά στο παρελθόν με τις κλασικές στιγμές μας. Σκαλίσαμε τη δισκογραφία μας και έχουμε αρκετές εκπλήξεις σ’ αυτή την περιοδεία. Προσωπικά ανυπομονώ.

    Ευχαριστώ πολύ για την τιμή, κύριε. Ανυπομονούμε κι εμείς να σας δούμε στο σανίδι.

    Εγώ ευχαριστώ για τη συνέντευξη, κι ελπίζω να καταφέρεις να βγάλεις άκρη στην απομαγνητοφώνηση (γέλια). Να ‘σαι καλά.

    Υπενθυμίζουμε ότι οι Άγγλοι hard rock μάστορες εμφανίζονται στην Αθήνα και το Gagarin 205 αυτή την Παρασκευή στις 30 Νοεμβρίου. Στο event της βραδιάς στο Facebook θα βρείτε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.