Thursday, 19 October 2023 10:44

THE OCEAN – Συνέντευξη με τον Robin Staps

Written by 
    THE OCEAN – Συνέντευξη με τον Robin Staps

    Ένα από τα πιο ιδιαίτερα σχήματα της γενιάς τους δεν είναι άλλο από τους THE OCEAN. Είτε με τον όρο «κολεκτίβα» να συνοδεύει το όνομά τους, είτε όχι, το σχήμα που με ιθύνοντα νου τον ROBIN STAPS έχει εισαγάγει στοιχεία ακαδημαϊσμού στον post metal ήχο καταφέρνει, ακόμη και μετά από πάνω από 20 χρόνια, να συνεχίσει να εκπλήσσει. Το “HOLOCENE” είναι ένα τέτοιο παράδειγμα· μία έκπληξη που ήρθε για να μείνει.

    ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΜΑΛΙΣΟΒΑ


    Robin, θα είμαι ειλικρινής· όταν άκουσα για πρώτη φορά τον δίσκο, δεν εντυπωσιάστηκα. Κατανόησα τι θέλατε να πείτε και τις διαφορές σε σχέση με όσα έχετε κάνει, και μέχρι εκεί. Από τότε, όμως, νιώθω πως έχω την ανάγκη να τον ακούω συνεχώς, ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς μου. Είναι μια εξερεύνηση συναισθημάτων, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και ξεχωρίζει στη δισκογραφία σας μάλλον ως η πιο ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα κυκλοφορία σας, τελεία!
    Ενδιαφέρον… Αυτό που θες να πεις είναι πως ο δίσκος είναι grower. (σ.σ.: ύπουλο γελάκι) Ναι, νομίζω ότι συμφωνώ. Προφανώς, όταν είσαι ο ίδιος εμπλεκόμενος, διατηρείς μια διαφορετική οπτική για τα πράγματα. Για μένα είναι ένας από τους πιο προκλητικούς και πρωτοποριακούς δίσκους που έχουμε δημιουργήσει. Είναι επίσης ο πιο σημαντικός, και αισθάνομαι ότι αντιπροσωπεύει πραγματικά το πού βρίσκεται αυτή η μπάντα το έτος 2023. Και αυτό είναι το σημαντικό για εμάς, να μην κοιτάμε στο παρελθόν, αλλά να κοιτάμε στο μέλλον και να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε και να κάνουμε πράγματα που δεν έχουμε κάνει ποτέ πριν. Δεν λέω ότι δεν έχουν ξαναγίνει από κανέναν άλλον, αλλά, τουλάχιστον για εμάς, αυτός είναι ένας δίσκος στον οποίο δοκιμάσαμε πολλά πράγματα που δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει, και ένιωσα ότι δουλεύουν καλά. Επομένως, μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένα κάπως πειραματικό album για εμάς. Επίσης, δεν είναι απαραίτητα ένας δίσκος που φανερώνει μια γενική κατεύθυνση προς την οποία στρεφόμαστε. Είναι απλά κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και στην αρχή δεν ήμασταν καν σίγουροι αν θα ήταν ένας δικός μας δίσκος. Στο τέλος, όμως, ακούστηκε έτσι, και γι’ αυτόν τον λόγο αποφασίσαμε να τον κάνουμε δίσκο για τους The Ocean.
    Και ποια είναι η ιστορία πίσω από τη σύλληψη και τη σύνθεση της όλης ιδέας;
    Τα κομμάτια ήταν όλα ιδέες βασισμένες σε synthesizer που έγραψε ο Peter (σ.σ.: Voigtmann) και μου τις έστειλε το φθινόπωρο του 2020, και μου τράβηξαν την προσοχή. Με ενέπνευσε να προσθέσω πράγματα, και έτσι πρόσθεσα κιθάρες, προγραμμάτισα τύμπανα, πρόσθεσα εντελώς διαφορετικά μέρη. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ήταν η πρώτη φορά που ένας δίσκος ξεκίνησε όχι με μένα να παίζω κιθάρα και να γράφω τραγούδια από το μηδέν, αλλά με το να ξεκινάω ένα τραγούδι όχι με μια «κενή σελίδα» αλλά με κάτι που υπήρχε ήδη. Αυτό μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, αφού υπήρξε πράγματι μια διαφορετική προσέγγιση. Περιοριστική, από μια άποψη, γιατί, όταν κάποιος σου δίνει κάτι στο οποίο δεν έχεις τον πλήρη έλεγχο, επειδή παίρνεις κάτι που είναι ήδη ηχογραφημένο, όχι απλά αρχεία πολυμέσων, τότε πρέπει να έρθεις αντιμέτωπος με αυτό. Δεν μπορείς να το διαλύσεις και να το επανακατασκευάσεις. Επομένως, υπό μία έννοια, είναι περιοριστικό. Αλλά υπό διαφορετικές έννοιες είναι επίσης πολύ εμπνευσμένο και ανοίγει νέες πόρτες.
    Το metal θεωρείται ένα είδος ανοιχτό προς «ξένες» επιρροές, ένα είδος που συνεχώς εξελίσσεται και προσαρμόζει αυτά τα νέα στοιχεία στον πυρήνα του. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς· θεωρείς ότι οι οπαδοί του μοντέρνου metal ήχου είναι ανοιχτοί προς αυτές τις αλλαγές ή μήπως θέλουν να ακούν τα ίδια και τα ίδια κατ’ επανάληψη, απορρίπτοντας οτιδήποτε που τους ξενίζει σε σχέση με την ίδια τη μουσική;
    Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι και από τις δύο κατηγορίες. Θεωρώ πως αυτοί που ακούνε αυτήν την μπάντα έχουν μια πιο ευρεία γκάμα μουσικών ενδιαφερόντων, που δεν περιορίζεται μόνο στο metal, εκτιμούν το γεγονός ότι υπάρχουν μπάντες που συνεχώς προκαλούν τους εαυτούς τους και τους ακροατές με το να κάνουν βήματα μπροστά ή έξω από έναν οριοθετημένο χώρο. Εμείς «εκπαιδεύουμε» το κοινό μας με μια τέτοια λογική εδώ και περίπου 10 χρόνια, και αρκετά παλαιότερα, θα έλεγα. Θυμάμαι, για παράδειγμα, όταν είχαμε κυκλοφορήσει το “Fogdiver”, ο οποίος ήταν ένας instrumental δίσκος. Έτσι, όταν κυκλοφορήσαμε το “FluXion” το 2004, με πολύ βαριά λαρυγγικά φωνητικά, πολλοί άνθρωποι έλεγαν «τι στο διάολο, νόμιζα ότι αυτό ήταν ένα post-rock συγκρότημα» και εμείς λέγαμε ότι «όχι, ποτέ δεν είπαμε ότι είμαστε post-rock συγκρότημα». Και αργότερα, όταν κυκλοφορήσαμε 3 albums με βαριά φωνητικά και μετά κάναμε το “Heliocentric” το 2010, όταν μπήκε ο Lo?c στην μπάντα, και αποτελούταν κυρίως από καθαρά φωνητικά, όλοι έλεγαν ότι αυτό δεν είναι metal πια, αυτό είναι σκατά, ξέρεις. Ναι, θυμάμαι ότι αυτό ήταν ένα πρόβλημα. Και στο τέλος, ίσως κάποιοι από αυτούς να έφυγαν, αλλά κερδίσαμε πολλούς άλλους οπαδούς, ενώ άλλοι επέστρεψαν. Θυμάμαι μερικούς από τους ανθρώπους που παραπονιόντουσαν στο Last.fm τότε, γιατί βρήκαμε τα ίδια ονόματα αυτών των ανθρώπων που μιλούσαν άσχημα για τον δίσκο να παραγγέλνουν τα box-sets! Νομίζω ότι πλέον είμαστε σε μια θέση όπου μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τα πάντα, επειδή η μπάντα είναι 20 ετών. Έχουμε κυκλοφορήσει τραγούδια που είναι πολύ διαφορετικά, από πολύ ήπια, ακουστικά πράγματα, μέχρι super heavy. Και νομίζω ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι αυτός ο δίσκος έχει την ατμόσφαιρα των The Ocean, μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα doom και σκοταδιού, που έχουν οι περισσότεροι δίσκοι μας. Νομίζω ότι αυτός το έχει περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο δίσκο μας. Και πιστεύω ότι αυτό είναι το σημαντικό, παρά το αν είναι ένας heavy metal δίσκος ή όχι. Αλλά, φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν διαφορετικά γούστα και σίγουρα υπάρχει μια μεγάλη συντηρητική μερίδα στη metal σκηνή στη Γερμανία. Παντού υπάρχουν άνθρωποι που φρικάρουν όταν ακούνε synths ή ίσως πνευστά όργανα και που δεν μπορούν να αντέξουν ένα τραγούδι που δεν έχει ένα super heavy riff μέσα στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα «νιώσουν» τον δίσκο, δίχως αμφιβολία.
    Είναι το “Holocene” ένας «αυτόνομος» δίσκος ή μήπως μια συνέχεια των δύο “Phanerozoic” κυκλοφοριών; Ή μήπως η αρχή για κάτι εντελώς καινούργιο, τόσο θεματικά όσο και καθαρά μουσικά;
    Είναι λίγο απ’ όλα. Είναι σίγουρα μια συνέχεια του δεύτερου “Phanerozoic” δίσκου, γι’ αυτό άλλωστε του δώσαμε και αυτόν τον τίτλο, καθώς, όταν γράφτηκε το υλικό, νιώσαμε ότι συνδεόταν πολύ καλά με το τέλος του δεύτερου “Phanerozoic”, το κομμάτι “Holocene”, δηλαδή, το οποίο ήταν ήδη πιο ηλεκτρονικό και πήγαινε προς αυτήν την κατεύθυνση που εξερευνούμε περισσότερο και βαθύτερα με τον δίσκο “Holocene”. Δεν είναι αναγκαστικά μια νέα κατεύθυνση, βέβαια. Ξέρεις, υπάρχει έτοιμος άλλος ένας δίσκος, ο οποίος γραφόταν περίπου την ίδια περίοδο με το “Holocene”, που αποτελείται από κομμάτια που προέρχονται από δικές μου ιδέες και όχι του Peter, και τον οποίο δούλευα παράλληλα με τα τραγούδια για το “Holocene”. Δεν τον έχουμε ηχογραφήσει ακόμη, αλλά έχουμε ολοκληρώσει τη σύνθεση και την προπαραγωγή. Και αυτός ο δίσκος σίγουρα είναι πιο rock, πιο metal από το “Holocene”, και ταιριάζει περισσότερο με το πρώτο μισό του δεύτερου “Phanerozoic”. Είναι κάτι που εσκεμμένα καθυστερούμε, δεν ξέρω καν αν θα προλάβουμε να τον ηχογραφήσουμε μέσα στη χρονιά, επειδή το φθινόπωρο ακολουθεί άλλη μια περιοδεία, θα δούμε. Το album αυτό θα είναι μια κυκλοφορία πιο κοντά σε αυτό που οι οπαδοί περιμένουν μετά από τα δύο “Phanerozoic”. Μας αρέσει όμως να βασανίζουμε λίγο τους οπαδούς, οπότε είπαμε να δώσουμε πρώτα το “Holocene”.
    Και φαντάζομαι αυτός θα είναι και ο αμέσως επόμενος The Ocean δίσκος, έτσι; Δεν σκοπεύετε να τον αφήσετε να «κάθεται» και να κάνετε και κάτι άλλο στο ενδιάμεσο, σωστά;
    Όχι, 100% αυτός θα είναι ο επόμενός μας δίσκος. Και στην πραγματικότητα ανυπομονώ, γιατί για μένα τα τραγούδια του “Holocene” είναι ήδη παλιά, τα δουλεύουμε, σκέψου, από το 2020. Είμαστε στο σημείο να μην τα έχουμε παίξει live, αλλά ταυτόχρονα να λέμε «θέλουμε κάτι καινούργιο επιτέλους»! (γέλια)
    Robin, άραγε ποιον από τους δύο ρόλους προτιμάς, αυτόν του κιθαρίστα, που εκτελεί τα κομμάτια που έχει δημιουργήσει, ή αυτόν του συνθέτη, που βρίσκεται μπροστά από τον υπολογιστή και «γεννά» κάτι από το μηδέν;
    Απολαμβάνω και τα δύο προφανώς. Μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικές οπτικές της μουσικής έκφρασης. Το να παίζεις live δεν έχει τίποτα το δημιουργικό, γι’ αυτό μάλλον προσπαθούμε να τα καταστρέφουμε όλα στο διάβα μας! (γέλια) Παίζουμε τραγούδια που έχουμε γράψει, δεν υπάρχει τόσος χώρος για αυτοσχεδιασμούς, δεν είμαστε μια jazz μπάντα. Είμαστε πολύ λεπτομερείς κατά τη σύνθεση, αλλά μόλις ένα τραγούδι έχει ολοκληρωθεί, αυτό είναι, τέλος. Μου αρέσει η συνέπεια, η σταθερότητα. Γι’ αυτό γρήγορα όλο αυτό γίνεται μια ρουτίνα, κάτι που μπορεί να ακούγεται ως αρνητικό, αλλά μιλώ για μια «καλή» ρουτίνα, όντας σίγουρος και ασφαλής γι’ αυτό που κάνεις. Είναι, ωστόσο, ρουτίνα και μπορεί να καταλήξει βαρετό να το κάνεις κάθε βράδυ, γι’ αυτό και η απόδοση στη σκηνή παίζει μεγάλο ρόλο για εμάς. Πρέπει να βγαίνουμε έξω από το καβούκι μας. Δεν το κάνουμε φυσικά κάθε φορά, οι περιοδείες είναι εξαντλητικές, αλλά η στρατηγική μας είναι καλή. Η μία ώρα της συναυλίας κάνει και τις υπόλοιπες 23 ώρες της ημέρας να έχουν νόημα. Η διαδικασία της σύνθεσης είναι κάτι διαφορετικό. Σε ό,τι αφορά εμένα, έχω πολύ συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, μαθηματική δομή όταν γράφω. Αναπτύσσω επίπεδο-επίπεδο τα κομμάτια, βήμα-βήμα, αν και υπάρχουν και στιγμές αυτοσχεδιασμού, όπου βάζω το backing track σε λούπα και «ψάχνομαι» μέχρι να βρω αυτό που με ικανοποιεί. Επιστρέφοντας από μία κουραστική περιοδεία ειλικρινά απολαμβάνω το να κάθομαι όλη μέρα σε μια καρέκλα και να δημιουργώ. Αυτή η διχοτόμηση είναι που κάνει τη δουλειά μας συναρπαστική.

    H συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στο Metal Hammer #462