Monday, 09 January 2017 06:09

RITCHIE BLACKMORE: Μιλά για ενδεχόμενο reunion με τον RONNIE JAMES DIO αν ζούσε ακόμα

Written by 
    RITCHIE BLACKMORE: Μιλά για ενδεχόμενο reunion με τον RONNIE JAMES DIO αν ζούσε ακόμα

    Πρόσφατα, ο τεράστιος Ritchie Blackmore μίλησε στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Newsweek για πληθώρα θεμάτων.

    Ανάμεσα στις ερωτήσεις για τους Deep Purple, τους Rainbow, τους Blackmore’s Night, το παρελθόν και το παρόν, ρωτήθηκε και εάν θα συνεργαζόταν ξανά με τον θεόρατο Ronnie James Dio στα πρόσφατα shows των Rainbow (με τον Ronnie Romero στη φωνή) αν ζούσε ακόμη. Την απάντησή του σε αυτό το ερώτημα, και σε άλλα πολύ ενδιαφέροντα, μπορείτε να διαβάσετε στο παρακάτω απόσπασμα.

    Πώς προέκυψε η επανασύνδεση των Rainbow στα μέσα των 90s;

    Όταν έφυγα από τους Deep Purple, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Ήμουν σίγουρος πως δεν ήθελα να ταξιδεύω καθώς μισώ τα ταξίδια, πράγμα οξύμωρο καθώς επέλεξα ένα επάγγελμα στο οποίο το μόνο που κάνεις είναι να ταξιδεύεις. Έτσι σκέφτηκα να ξαναφτιάξω τους Rainbow για να δω πως θα πάει. Από άποψη δημοφιλίας πήγε πολύ καλά όμως δεν ήμουν ευχαριστημένος με το line up. Μετά από τις ηχογραφήσεις συνειδητοποίησα πως δεν μου άρεσε ο τραγουδιστής, ο Doogie White. Για ‘μένα η φωνή είναι η βασική σύνδεση με τη μουσική και αν δεν έχω δίπλα μου έναν καλό τραγουδιστή δεν μπορώ να λειτουργήσω. Επίσης συχνά σε μια μπάντα κυριαρχεί ο εγωισμός. Παράλληλα, πολλές φορές εγώ και η Candy (σ.σ. Night, η σύζυγός του) καθόμασταν στη φωτιά διότι χιόνιζε πολύ στη Μασαχουσέτη και ξενυχτούσαμε συνθέτοντας διάφορες ιδέες. Τότε είδα πως απολαμβάνω περισσότερο να παίζω τα τραγούδια που τραγουδούσε η Candy παρά εκείνα που έφερνε ο τραγουδιστής μου στους Rainbow. Έτσι αποφάσισα να επικεντρωθώ στις μπαλάντες και την μεσαιωνική/αναγεννησιακή μουσική που λατρεύω από το 1972. Συνδύασα, δηλαδή, δύο σε ένα: περνάω καλά και παίζω αναγεννησιακή μουσική.

    Όταν σχημάτισες εκ νέου τους Rainbow για τις συναυλίες του περασμένου Ιουνίου, ήσουν καθόλου απογοητευμένος που δεν μπορούσες να καλέσεις τον αυθεντικό τραγουδιστή Ronnie James Dio που έχει φύγει από κοντά μας από το 2010;

    Δεν μ’ αρέσει που το λέω, αλλά όχι, δεν στενοχωρήθηκα. Μουσικά είχαμε τελειώσει με τον Ronnie πολλά χρόνια πριν. Κρατούσαμε αραιή επαφή όμως ο καθένας προχώρησε στην καριέρα του. Διατηρούσαμε πολύ καλές σχέσεις όμως πιστεύω πως κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε στ’ αλήθεια να ξαναβρεθούμε μουσικά. Έχουμε και οι δύο ισχυρές προσωπικότητες και θέλαμε να ακολουθήσουμε εντελώς διαφορετικούς δρόμους.

    Οι Deep Purple άλλαξαν συχνά ύφος μέχρι να καταλήξουν στον hard rock ήχο που θα επηρέαζε αμέτρητες μπάντες. Πότε τελειοποιήσατε αυτή την προσέγγιση;

    Όταν η μπάντα δημιουργήθηκε, το 1968, η ψυχεδέλεια ήταν στα πάνω της, μουσικά και στιλιστικά. Παίξαμε στο Fillmore East και το Fillmore West όμως δεν θα μας χαρακτήριζα κλασική ψυχεδελική μπάντα σε αντίθεση π.χ. με τους Pink Floyd. Κατά τη γνώμη μου δεν είχαμε βρει τον δρόμο μας μέχρι να κάνουμε το “In Rock”. Δεν είχαμε ιδέα τι διάολο κάναμε! Τότε είπα στον Jon Lord να γράψουμε έναν εντελώς hard rock δίσκο και αν δεν τα πάμε καλά ούτε με αυτόν, να επιστρέψουμε στις συνεργασίες με ορχήστρες. Παρ’ όλα αυτά είχα κουραστεί να παίζω με ορχήστρες γιατί όλο το σκηνικό ήταν πολύ «σκηνοθετημένο» κι έπρεπε πάντα να παίζεις πολύ χαμηλά γιατί ο βιολιστής παραπονιόταν πως οι lead κιθάρες είναι πολύ δυνατά! Οι βασικές μου επιρροές ήταν οι Vanilla Fudge και οι Mountain. Θυμάμαι πως είχαμε βγει με τον Ian Paice για ένα ποτό στη Γερμανία το 1970 αν δεν κάνω λάθος. Ήμαστε ικανοποιημένοι με το “In Rock” και εκείνη την ώρα έπαιζε στα ηχεία του μαγαζιού. Αμέσως μετά έβαλαν κάτι που δεν ξέραμε αλλά ήταν τόσο υπέροχο με «μεγάλο» και σκληρό ήχο που αρχίσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και να αναρωτιόμαστε ποιοι στο διάολο είναι αυτοί. Τελικά ρωτήσαμε τον DJ και μας είπε πως είναι το “Mississippi Queen” των Mountain. Ήμαστε αποσβολωμένοι. Δεν μιλούσαμε γιατί δεν βρίσκαμε κάτι να πούμε! Απλώς σκεφτόμασταν πόσο καλό ήχο έχουν!

    Στο παρελθόν έχεις αναφέρει και τους The Who ως επιρροή.

    Ναι, όταν έκαναν το “Can’t Explain”, μου άνοιξαν τα μάτια. Άκουσα το “My Generation” με το feedback στις κιθάρες και το βρήκα υπέροχο. Επιτέλους ένας κιθαρίστας μπορούσε να γράψει το solo του με feedback σημεία. Όταν δούλευα ως session μουσικός και για κακή μου τύχη έβαζα λίγο feedback, με πετούσαν έξω από το studio με τις κλωτσιές! Επίσης ήξερα και τον Keith Moon και πάντα μου άρεσαν τα αστεία που σκαρφιζόταν. Είχε πολύ χιούμορ και ήταν υπέροχος άνθρωπος. Έκλαιγα από τα γέλια κάθε φορά που συναντιόμασταν.

    Πολλά τραγούδια των Rainbow έχουν νεοκλασικά στοιχεία. Ποιος επηρέασε τις κλασικές φράσεις στο παίξιμό σου;

    Κάποιοι λένε ότι εγώ «εφηύρα» την μίξη της κλασικής μουσικής με τους rock ρυθμούς. Φυσικά με τιμά, αλλά δεν είναι έτσι. Όταν ήμουν 15 ετών είδα μια μπάντα που λεγόταν Nero and the Gladiators. Ντύνονταν με ρωμαϊκή αμφίεση και έπαιζαν κλασική μουσική όπως το “Csárdás” του Vittorio Monti ή το “In the Hall of the Mountain King” του Edvard Grieg με rock ρυθμό και με συνεπήραν. Ποτέ δεν έχω ενθουσιαστεί τόσο πολύ σε συναυλία. Τότε όλοι έπαιζαν διασκευές σε Chuck Berry τον οποίο φυσικά εκτιμώ για τους στίχους και το τραγούδι του. Οι περισσότερες μπάντες τότε, π.χ. οι Rolling Stones που ήρθαν λίγο αργότερα καθώς και πολλοί άλλοι, ήταν επηρεασμένοι από τα blues. Εγώ είχα ως επιρροή την κλασική μουσική.

    Δύο χρόνια μετά από το “In Rock” βγήκε το “Machine Head”. Τι θυμάσαι από τις ηχογραφήσεις του δίσκου στην Ελβετία;

    Το πρώτο τραγούδι που γράψαμε ήταν το “Smoke on the Water”. Μια μέρα ο Paicey (σ.σ. Ian Paice) ρώτησε «τι ρυθμούς θέλετε να παίξουμε;». Του άρεσε να παίζει ρυθμούς στα τύμπανα και να ακολουθώ εγώ με τις κιθάρες. Εκείνη τη μέρα βρισκόμασταν σε ένα τεράστιο συναυλιακό χώρο. Σταδιακά όλη η μπάντα άρχισε να τζαμάρει αυτό που τελικά έγινε το “Smoke on the Water”. Τότε ήρθε η αστυνομία για να μας πει να σταματήσουμε επειδή κάναμε πολύ θόρυβο. Κυριολεκτικά κοπανούσαν τις πόρτες απαιτώντας να μπουν μέσα, όμως ξέραμε ότι αν σταματήσουμε θα χάσουμε όλο το momentum. Μετά πήγαμε να ακούσουμε το playback στο φορητό studio των Rolling Stones και ξέραμε ότι η αστυνομία είναι ακόμα εκεί. Ακούσαμε το τραγούδι και αμέσως είπαμε «εντάξει, το ‘χουμε.» Ανοίξαμε την πόρτα και η αστυνομία μας είπε να φύγουμε από την περιοχή γιατί υπήρχαν πολλά παράπονα απ’ τους κατοίκους. Έτσι, βρεθήκαμε κολλημένοι στο Montreux χωρίς να έχουμε μέρος για να παίξουμε. Ευτυχώς ξέραμε τον Claude Nobs, τον manager του Montreux Jazz Festival που βρήκε ένα άδειο ξενοδοχείο για να παίξουμε. Τελικά, πήγαμε σ’ εκείνο το πολύ παλιό και πολύ κρύο λόγω του χιονιού ξενοδοχείο, και με το φορητό studio στην αυλή, γράψαμε το “Machine Head”. Ήταν πολύ ζόρικο το να μπορέσουμε να ακούσουμε τα τραγούδια καθώς επειδή γράφαμε στον διάδρομο, έπρεπε να φύγουμε, να περάσουμε από ένα δωμάτιο, να πηδήξουμε από το παράθυρο, να ακολουθήσουμε την έξοδο κινδύνου, να μπούμε στη ρεσεψιόν μέσα από ένα άλλο παράθυρο και να διασχίσουμε την αυλή. Θέλαμε σχεδόν 10 λεπτά διαδρομή για να ακούσουμε ένα τραγούδι. Μετά από λίγο όταν ο ηχολήπτης μας φώναζε για να ακούσουμε κάτι, απαντούσαμε «όχι, όχι, εντάξει είναι θα το αφήσουμε προς το παρόν!». Ήταν πολύ αστείο το σκηνικό γιατί έπρεπε να φοράμε τα παλτά μας και να παίζουμε σε αρκετά δύσκολες συνθήκες. Αυτό όμως μας έδωσε κίνητρο.

    Τα τραγούδια των Deep Purple και των Rainbow χαρακτηρίζονται από τα solos σου. Πως έγραφες τόσο διαχρονικές φράσεις;

    Αυτό που θεωρούσα πάντα ως το σημαντικότερο όταν συνθέτεις το solo, είναι πως πρέπει να αποτελεί επέκταση του τραγουδιού. Ποτέ δεν ήμουν απ’ αυτούς που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με το solo τους, το έβρισκα ηλίθιο. Μάλιστα συχνά ολοκληρώναμε τα τραγούδια και τα παιδιά μου έλεγαν «ωραία, τώρα παίξε το solo σου», και ένιωθα πως τα χέρια μου είναι δεμένα. Δεν ήξερα τι να παίξω και πρότεινα να βάλουμε ένα solo με πλήκτρα φερ’ ειπείν, γιατί δεν μου αρέσει να παίζω κάτι όταν δεν έχει νόημα στη σύνθεση.

    Οι Deep Purple ήταν co-headliners στο “California Jam” μαζί με τους Emerson, Lake and Palmer. Τι θυμάσαι από τον Keith Emerson (R.I.P.);

    Λάτρευα να τον βλέπω στο σανίδι. Ήμουν fan και των Nice, της προηγούμενης μπάντας του και είχαμε ξαναπαίξει μαζί, όταν ήταν μαζί τους, περίπου το 1968-69. Τον θεωρούσα και εξαιρετικό showman και εκπληκτικό μουσικό, ενώ ήταν και πολύ καλός άνθρωπος. Τον βάζω δίπλα στους αγαπημένους μου frontmen που είναι ο Freddie Mercury, ο Ian Anderson και ο Jimi Hendrix: άνθρωποι που είναι το ίδιο καλοί στο show και στην μουσική καθαυτή.