Tuesday, 13 December 2016 21:32

CHUCK SCHULDINER: 15 χρόνια χωρίς τον αξεπέραστο μουσικό

Written by 
    CHUCK SCHULDINER: 15 χρόνια χωρίς τον αξεπέραστο μουσικό

    Σαν σήμερα, στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, ο ηγέτης των Death και αναντικατάστατη φιγούρα του metal χώρου, Chuck Schuldiner απεβίωσε λόγω επιπλοκών που σχετίζονταν με τον καρκίνο από τον οποίο έπασχε.

    Ο Charles Michael Schuldiner γεννήθηκε στις 13 Μαΐου του 1967 στο Long Island της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι και του αγόρασαν την πρώτη του κιθάρα στα 9 του χρόνια για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τον θάνατο του 16χρονου αδελφού του. Ξεκίνησε κάνοντας κλασικά μαθήματα όμως σύντομα άρχισε να μαθαίνει μόνος του και να εξασκείται διαρκώς, παίζοντας από την πρώιμη εφηβεία του μπροστά σε κοινό. Οι πρώτες του επιρροές ήταν ονόματα-μεγαθήρια της εποχής όπως οι Iron Maiden, οι Metallica και οι Kiss καθώς και jazz και κλασικά ακούσματα.

    Η πρώτη του σοβαρή απόπειρα ενασχόλησης με τη μουσική ήταν οι Mantas, μια πρώιμη εκδοχή των Death, με τους Rick Rozz και τον ίδιο τον Schuldiner στις κιθάρες και τον Kam Lee στα τύμπανα. Οι Mantas δραστηριοποιήθηκαν τη διετία 1983-’84, μέχρι να μετονομαστούν σε Death και να αποτελέσουν ουσιαστικά το προσωπικό καλλιτεχνικό όχημα του Chuck Schuldiner που πλαισιωνόταν διαρκώς από διάφορους εξαιρετικούς μουσικούς λειτουργώντας εν είδει κολλεκτίβας. Ύστερα από αλλεπάλληλες κυκλοφορίες demos από το 1984 ως το 1987, το πολυπόθητο δισκογραφικό συμβόλαιο ήρθε για λογαριασμό της Combat Records, και μετουσιώθηκε στο ντεμπούτο-ωμή βία, “Scream Bloody Gore” που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο και σημείο αναφοράς του πρώιμου death metal ήχου, μα και πρώτη πράξη ενός ανεπανάληπτου δισκογραφικού σερί. Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το “Leprosy”, που ήρθε να ισοπεδώσει ό, τι είχε μείνει όρθιο, και παρουσιάζει τον Schuldiner βελτιωμένο απ’ όλες τις απόψεις, τόσο εκτελεστικά όσο και συνθετικά και στιχουργικά. Το 1990 έγινε η πρώτη τομή στον ήχο των Death με το “Spiritual Healing” όπου άρχισαν να εκφράζονται εντονότερα οι μουσικές ανησυχίες του Chuck Schuldiner και να γίνονται οι πρώτες προειδοποιητικές βολές για την απομάκρυνση της μπάντας από το κλασικό death metal. Η εξέλιξη αυτή συνεχίστηκε και στο “Human” του 1991 όπου συναντάμε τις πρώτες πραγματικά υπερβατικές συνθέσεις των Death όπως το “Flattening of Emotions”, το “Lack of Comprehension” και το συγκλονιστικό instrumental “Cosmic Sea”. Η κατά πολλούς ψηλότερη κορυφή των Death, ήρθε το 1993, με το “Individual Thought Patterns”, στο οποίο η συνθετική και στιχουργική ιδιοφυΐα του Chuck Schuldiner πλαισιώνεται από το αδιαμφισβήτητα καλύτερο line-up που είχε κοντά του, αποτελούμενο από τους Andy LaRocque (κιθάρα), Steve Di Giorgio (μπάσο) και Gene Hoglan (τύμπανα). Στον δίσκο αυτό συναντάμε πλέον ξεκάθαρα jazz περάσματα, και τους πιο τολμηρούς στίχους του Chuck, που πραγματεύονται φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα και εμβαθύνουν σε έννοιες της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το “Symbolic” του 1995, ενώ στο τελευταίο studio album τους, “The Sound of Perseverance”, οι Death κινούνται επί της ουσίας σε ξεκάθαρους progressive δρόμους, με λίγα στοιχεία να τους ενώνουν με τα death θεμέλιά τους. Φυσικά, υπηρετούν άριστα το ιδίωμα και το κύκνειο άσμα της μπάντας προμηνύει την κατεύθυνση του side project του Chuck Schuldiner, Control Denied. Στην περιοδεία για το “Sound of Perseverance”, οι Death έκαναν και την μοναδική τους στάση στη χώρα μας και το Ρόδον, με όσους κατάφεραν να βρεθούν σ’ εκείνο το live, να διηγούνται έκτοτε μια συγκλονιστική εμπειρία.

    Οι Control Denied σχηματίστηκαν για να εκφράσουν τις progressive metal ανησυχίες του Schuldiner. Τα αρχικά τους μέλη ήταν το line-up του “Sound…” (Richard Christy-τύμπανα, Scott Clendenin-μπάσο, και Shannon Hamm-κιθάρες) ενώ ο Schuldiner αναζήτησε για πρώτη φορά τραγουδιστή, με τον θεόρατο Warrel Dane να μην μπαίνει στη μπάντα λόγω ιδιαίτερα φορτωμένου προγράμματος. Τελικά πίσω από το μικρόφωνο στο μοναδικό studio album της μπάντας, “The Fragile Art of Existence” (1999), βρέθηκε ο Tim Aymar των Pharaoh, ενώ στα συρτάρια υπάρχει το ανολοκλήρωτο “When Man and Machine Collide” που έχει διαρρεύσει κατά καιρούς σε διάφορες bootleg εκδόσεις.

    Το 1999, ήταν και η χρονιά που ο metal κόσμος συγκλονίστηκε από τα νέα για την υγεία του Chuck Schuldiner. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ύστερα από έντονους πόνους στο λαιμό, έδειξαν ότι πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο, και ξεκίνηςε άμεσα τις χημειοθεραπείες και τις εγχειρήσεις, ξεπερνώντας σε πρώτη φάση το πρόβλημα. Η Σκηνή μάλιστα, έδειξε τα απαιτούμενα γρήγορα αντανακλαστικά όταν κυκλοφόρησε η είδηση πως η οικογένεια του Schuldiner δεν μπορεί να αντέξει το κόστος της θεραπείας, και έγιναν πολλές δράσεις όπως έρανοι και συναυλίες ώστε να συγκεντρωθεί το τελικό ποσό. Δύο σχεδόν χρόνια από την πρώτη του ανάρρωση, το 2001, κι ενώ δούλευε σε νέα μουσική, ο καρκίνος επέστρεψε, με την οικογένειά του να εξακολουθεί να μην μπορεί να καλύψει τα έξοδα της θεραπείας, ενώ και η ασφαλιστική εταιρία αρνήθηκε να καταβάλλει τα προβλεπόμενα χρήματα αναφέροντας πως ο όγκος προϋπήρχε της υπογραφής της συμφωνίας. Τελικά τα χρήματα συγκεντρώθηκαν ξανά μέσα από την Σκηνή, όμως οι παρενέργειες των φαρμάκων αποδείχτηκαν πολύ πιο ισχυρές απ’ όσο μπορούσε να αντέξει ο οργανισμός του Chuck Schuldiner ο οποίος αρρώστησε πολύ σοβαρά με πνευμονία. Έφυγε στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, σε ηλικία 34 ετών και η σωρός του αποτεφρώθηκε.

    Ο Chuck Schuldiner ήταν πολλά περισσότερα από ένας εκπληκτικός μουσικός και ένας απ’ τους στυλοβάτες του extreme metal χώρου. Παρ’ όλο που δεν έλαβε ποτέ ανώτατη παιδεία, ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα μελετημένος και προβληματισμένος, γεγονός που αποτυπώθηκε και στους στίχους του, όπου ασχολήθηκε με αρκετά δύσπεπτα ζητήματα, όπως φερ’ ειπείν η έκτρωση, όπου υπερασπίστηκε με σθένος το δικαίωμα των γυναικών να αποφασίζουν αν θα φέρουν στον κόσμο ένα παιδί ή όχι, καθώς και αυτό της εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Όπως, δε, αναφέραμε και πιο πάνω, ασχολήθηκε εκτενώς με φιλοσοφικά και κοινωνικά θέματα, ενώ στα πρώτα του βήματα, φυσικά, κινήθηκε στην κλασική gore θεματολογία του death metal. Παράλληλα, όσοι τον γνώριζαν είχαν να λένε για έναν ιδιαίτερα φιλικό και χαμηλών τόνων άνθρωπο, που αγαπούσε τη ζωή, τους κοντινούς του ανθρώπους και τα ζώα, και ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον ακραίο χαρακτήρα της μουσικής του. Τέλος, ήταν ένας μεγάλος metal fan, με εκτενή δισκοθήκη και γούστα που εκτείνονταν από τον κλασικό ήχο πχ Iron Maiden, Mercyful Fate, τους αγαπημένους του Γάλλους, Sortilège και το ευρύτερο NWOBHM κίνημα μέχρι το progressive metal όπως τους Watchtower και τους Queensrÿche, και φυσικά τις μπάντες που έθεσαν τις βάσεις του extreme ήχου όπως τους Slayer, τους Celtic Frost, τους Venom, τους Possessed και τους Coroner.

    Το φθαρτό του σώμα μπορεί να μην βρίσκεται πια κοντά μας, όμως χάρη στην σπουδαία μουσική του, δεν θα ξεχαστεί ποτέ. R.I.P. Chuck.